ἐναπομένω: Difference between revisions

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enapomeno
|Transliteration C=enapomeno
|Beta Code=e)napome/nw
|Beta Code=e)napome/nw
|Definition=[[remain in]], καρποὶ ἐ. τῇ Χώρᾳ Lyd.<span class="title">Mag.</span>3.61; τῷ αἰσθητῳ καὶ φαινομένῳ κάλλει <span class="bibl">Herm. <span class="title">in Phdr.</span>p.100</span> A., cf. <span class="bibl">Aen.Gaz.<span class="title">Thphr.</span>p.67</span> B.: abs., <span class="bibl">Hld.1.15</span>.
|Definition=[[remain in]], καρποὶ ἐ. τῇ Χώρᾳ Lyd.''Mag.''3.61; τῷ αἰσθητῳ καὶ φαινομένῳ κάλλει Herm. ''in Phdr.''p.100 A., cf. Aen.Gaz.''[[Theophrastus]] ''p.67 B.: abs., Hld.1.15.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[permanecer]], [[quedarse en]] c. ἐν y dat. τὸ ... σπέρμα ... ἐν τῷ κύτει τῆς μήτρας Sor.1.20.47, c. dat. loc. τόποις ἐναπομεῖναι Basil.<i>Ep</i>.160.5, καρποὶ ... τῇ χώρᾳ Lyd.<i>Mag</i>.3.61, τὸ δὲ κέντρον τῆς σφηκὸς οὐκ ἐναπομένει τῷ πληγέντι τόπῳ Aët.13.13, τί ποτε [[ἄρα]] τοσοῦτον ἰσχύος αὐτοῖς ἐναπέμενεν; Aen.Gaz.<i>Thphr</i>.60.4<br /><b class="num">•</b>[[permanecer]], [[habitar en]] ὁ σωτήρ ... ταῖς τῶν δεξαμένων ἐναπομείνας ψυχαῖς Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.55.31.<br /><b class="num">2</b> [[persistir]], [[quedar]], [[mantenerse]] τὴν αἰχμὴν ... ἐναπομεῖναι πεπηγμένην Ael.<i>NA</i> 14.23, κόρος ἔρωτος Hld.1.15.8, cf. Sch.A.<i>Th</i>.412a, c. dat. ὁ ἐναπομένων τοῖς σωματικοῖς ἐπιτηδεύμασι λαός Apoll.<i>Io</i>.56.7.<br /><b class="num">3</b> [[quedar dentro]] μή πού τι τῶν ἐδωδίμων <ἐν>απομεῖναν διέλαθεν Alciphr.3.24.2.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[permanecer]], [[quedarse en]] c. ἐν y dat. τὸ ... σπέρμα ... ἐν τῷ κύτει τῆς μήτρας Sor.1.20.47, c. dat. loc. τόποις ἐναπομεῖναι Basil.<i>Ep</i>.160.5, καρποὶ ... τῇ χώρᾳ Lyd.<i>Mag</i>.3.61, τὸ δὲ κέντρον τῆς σφηκὸς οὐκ ἐναπομένει τῷ πληγέντι τόπῳ Aët.13.13, τί ποτε [[ἄρα]] τοσοῦτον ἰσχύος αὐτοῖς ἐναπέμενεν; Aen.Gaz.<i>Thphr</i>.60.4<br /><b class="num">•</b>[[permanecer]], [[habitar en]] ὁ σωτήρ ... ταῖς τῶν δεξαμένων ἐναπομείνας ψυχαῖς Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.55.31.<br /><b class="num">2</b> [[persistir]], [[quedar]], [[mantenerse]] τὴν αἰχμὴν ... ἐναπομεῖναι πεπηγμένην Ael.<i>NA</i> 14.23, κόρος ἔρωτος Hld.1.15.8, cf. Sch.A.<i>Th</i>.412a, c. dat. ὁ ἐναπομένων τοῖς σωματικοῖς ἐπιτηδεύμασι λαός Apoll.<i>Io</i>.56.7.<br /><b class="num">3</b> [[quedar dentro]] μή πού τι τῶν ἐδωδίμων <ἐν>απομεῖναν διέλαθεν Alciphr.3.24.2.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναπομένω Medium diacritics: ἐναπομένω Low diacritics: εναπομένω Capitals: ΕΝΑΠΟΜΕΝΩ
Transliteration A: enapoménō Transliteration B: enapomenō Transliteration C: enapomeno Beta Code: e)napome/nw

English (LSJ)

remain in, καρποὶ ἐ. τῇ Χώρᾳ Lyd.Mag.3.61; τῷ αἰσθητῳ καὶ φαινομένῳ κάλλει Herm. in Phdr.p.100 A., cf. Aen.Gaz.Theophrastus p.67 B.: abs., Hld.1.15.

Spanish (DGE)

1 permanecer, quedarse en c. ἐν y dat. τὸ ... σπέρμα ... ἐν τῷ κύτει τῆς μήτρας Sor.1.20.47, c. dat. loc. τόποις ἐναπομεῖναι Basil.Ep.160.5, καρποὶ ... τῇ χώρᾳ Lyd.Mag.3.61, τὸ δὲ κέντρον τῆς σφηκὸς οὐκ ἐναπομένει τῷ πληγέντι τόπῳ Aët.13.13, τί ποτε ἄρα τοσοῦτον ἰσχύος αὐτοῖς ἐναπέμενεν; Aen.Gaz.Thphr.60.4
permanecer, habitar en ὁ σωτήρ ... ταῖς τῶν δεξαμένων ἐναπομείνας ψυχαῖς Cyr.Al.Luc.1.55.31.
2 persistir, quedar, mantenerse τὴν αἰχμὴν ... ἐναπομεῖναι πεπηγμένην Ael.NA 14.23, κόρος ἔρωτος Hld.1.15.8, cf. Sch.A.Th.412a, c. dat. ὁ ἐναπομένων τοῖς σωματικοῖς ἐπιτηδεύμασι λαός Apoll.Io.56.7.
3 quedar dentro μή πού τι τῶν ἐδωδίμων <ἐν>απομεῖναν διέλαθεν Alciphr.3.24.2.

German (Pape)

[Seite 828] (s. μένω), zurückbleiben in, Hel. 1, 15 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναπομένω: ἀπομένω ἐν, ἢ ἁπλῶς ἀπομένω, Κλήμ. Ἀλ. 332˙ ἀπολ., Ἡλιόδ. 1. 15.

Greek Monolingual

(AM ἐναπομένω)
μένω κάπου ως υπόλοιπο, απομένω, εναπολείπομαι, υπολείπομαι, παραμένω σ' έναν τόπο ή μια κατάσταση
μσν.
1. υστερώ
2. επιμένω (σε συνήθειες, ελαττώματα κ.λπ.)
αρχ.
μένω σταθερά, διατηρούμαι, διαρκώ.