διαβαπτίζομαι: Difference between revisions
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
m (Text replacement - "</b> fig.<br" to "</b> fig.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diavaptizomai | |Transliteration C=diavaptizomai | ||
|Beta Code=diabapti/zomai | |Beta Code=diabapti/zomai | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[dive for a match]], πρός τινα Polyaen.4.2.6.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[contend in foul language with]], τινί D.25.41. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
A dive for a match, πρός τινα Polyaen.4.2.6.
2 metaph., contend in foul language with, τινί D.25.41.
Spanish (DGE)
I bañarse Polyaen.4.2.6.
II fig.
1 dar un remojón, un baño de insultos τούτῳ D.25.41.
2 hundirse moralmente, Tit.Bost.Man.M.18.1145B.
French (Bailly abrégé)
1 lutter à qui plongera le plus en avant;
2 lutter d'injures cherchées dans les bas-fonds du vocabulaire.
Étymologie: διά, βαπτίζω.
German (Pape)
sich mit einem Andern um die Wette untertauchen, πρός τινα, Polyaen. 4.2.6; übert., τινί, = διαλοιδορεῖσθαι, Dem. 25.41.
Russian (Dvoretsky)
διαβαπτίζομαι: досл. нырять взапуски, перен. перебраниваться, ругаться (τινι Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
διαβαπτίζομαι: ἀποθ., κολυμβῶ, ἁμιλλώμενος πρός τινα, πρός τινα Πολύαιν. 4. 2, 6. 2) μεταφ., ἁμιλλῶμαι πρός τινα εἰς τὰς κακολογίας=δαλοιδορεῖσθαι, τινὶ Δημ. 782. 26· πρβλ. πλύνω.
Greek Monolingual
διαβαπτίζομαι (Α)
1. αμιλλώμαι σε κολυμβητικό αγώνα
2. συναγωνίζομαι κάποιον σε κακολογίες.
Greek Monotonic
διαβαπτίζομαι: μέλ. -ίσομαι, αποθ., συναγωνίζομαι στο κολύμπι· μεταφ., φιλονικώ, καταστολίζω με βρισιές κάποιον, συναγωνίζομαι στα πρόστυχα λόγια, στη βωμολογία με, τινι, σε Δημ.
Middle Liddell
fut. ίσομαι
Dep. to dive for a match: metaph. to contend in foul language with, τινι Dem.