νεωκορία: Difference between revisions
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neokoria | |Transliteration C=neokoria | ||
|Beta Code=newkori/a | |Beta Code=newkori/a | ||
|Definition=Ion. | |Definition=Ion. [[νεωκορίη]], ἡ, [[office]] of a [[νεωκόρος]], Ph.1.695, Plu.2.351e, ''IG''14.1026, Man. 4.430 (pl.): written νεοκορεία in ''IGRom.''3.584 (Sidyma). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
Ion. νεωκορίη, ἡ, office of a νεωκόρος, Ph.1.695, Plu.2.351e, IG14.1026, Man. 4.430 (pl.): written νεοκορεία in IGRom.3.584 (Sidyma).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fonction de νεωκόρος.
German (Pape)
ἡ, das Amt des νεωκόρος; Ep.adesp. 189 (APP 2569; Maneth. 4.441; Plut. Is. et Os. 2.
Russian (Dvoretsky)
νεωκορία: ион. νεωκορίη ἡ должность или труд неокора, т. е. охрана храма Plut.
Greek (Liddell-Scott)
νεωκορία: Ἰων. -ίη, ἡ τὸ ὑπούργημα τοῦ νεωκόρου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 256.
Greek Monolingual
η (Α νεωκορία και νεωκορεία και ιων. τ. νεωκορίη) νεωκόρος
το έργο και το καθήκον του νεωκόρου, η καθαριότητα, η φροντίδα του ναού.
Greek Monotonic
νεωκορία: Ιων. -ίη, ἡ, το αξίωμα του νεωκόρου, σε Ανθ.