κατόνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katonomai
|Transliteration C=katonomai
|Beta Code=kato/nomai
|Beta Code=kato/nomai
|Definition=[[censure bitterly]], [[depreciate]], [[abuse]], c.acc., <span class="bibl">Hdt.2.172</span>: aor., <b class="b3">μή με κατονοσθῇς πρὸς τὰς… πυραμίδας</b> ib.<span class="bibl">136</span>.
|Definition=[[censure bitterly]], [[depreciate]], [[abuse]], c.acc., Hdt.2.172: aor., <b class="b3">μή με κατονοσθῇς πρὸς τὰς… πυραμίδας</b> ib.136.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατ-όνομαι, conj. aor. pass. 2 sing. κατονοσθῇς, minachten.
|elnltext=κατ-όνομαι, conj. aor. pass. 2 sing. κατονοσθῇς, minachten.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατόνομαι:''' αόρ. αʹ <i>κατ-ωνόσθην</i>, αποθ.· [[υποτιμώ]], [[καταμέμφομαι]], [[καταφρονώ]], [[επικρίνω]] δηκτικά, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κατόνομαι:''' αόρ. αʹ <i>κατ-ωνόσθην</i>, αποθ.· [[υποτιμώ]], [[καταμέμφομαι]], [[καταφρονώ]], [[επικρίνω]] δηκτικά, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατόνομαι Medium diacritics: κατόνομαι Low diacritics: κατόνομαι Capitals: ΚΑΤΟΝΟΜΑΙ
Transliteration A: katónomai Transliteration B: katonomai Transliteration C: katonomai Beta Code: kato/nomai

English (LSJ)

censure bitterly, depreciate, abuse, c.acc., Hdt.2.172: aor., μή με κατονοσθῇς πρὸς τὰς… πυραμίδας ib.136.

German (Pape)

[Seite 1404] (s. ὄνομαι), tadeln, geringschätzen; κατόνοντο τὸν Ἄμασιν, καὶ ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ ἦγον Her. 2, 172; μή με κατονοθῇς, verachte mich nicht, 2, 136; τῶν μηδὲν κατόνοσσο Arat. 1142.

French (Bailly abrégé)

-οσαι, -οται;
impf. ion. sans augm. κατονόμην;
blâmer vivement, rabaisser, acc..
Étymologie: κατά, ὄνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-όνομαι, conj. aor. pass. 2 sing. κατονοσθῇς, minachten.

Russian (Dvoretsky)

κατόνομαι: (ион. impf. κατονόμην) презирать (τινα Her.): μή με κατονοσθῇς πρὸς τὰς λιθίνας πυραμίδας Her. не ставь меня ниже каменных пирамид (надпись на кирпичной пирамиде царя Асиха).

Greek Monolingual

κατόνομαι (Α)
επιτιμώ κάποιον, καταφρονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὄνομαι «κατηγορώ, ειρωνεύομαι»].

Greek Monotonic

κατόνομαι: αόρ. αʹ κατ-ωνόσθην, αποθ.· υποτιμώ, καταμέμφομαι, καταφρονώ, επικρίνω δηκτικά, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατόνομαι: ἀποθ., πικρῶς ψέγω, ὑποτιμῶ, καταμέμφομαι, καταφρονῶ, Ἡρόδ. 2. 172· ἢ μετὰ γεν., τῶν μηδὲν κατ. Ἄρατ. 1142· ἀόρ., μή με κατονασθῇς πρὸς τὰς λιθίνας πυραμίδας (λέγουσι δηλ. αἱ πλίνθιναι πυρ.), μὴ ἐξευτελίσῃς ἡμᾶς παραβάλλων πρὸς τὰς λιθίνας πυρ., αὐτόθι 136.

Middle Liddell

aor1 κατ-ωνόσθην
Dep. to censure bitterly, depreciate, abuse, Hdt.