ἱππόλοφος: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ippolofos
|Transliteration C=ippolofos
|Beta Code=i(ppo/lofos
|Beta Code=i(ppo/lofos
|Definition=ον, [[with horsehair crest]], κόρυς <span class="title">IG</span>12(2).129 (Mytilene); <b class="b3">ἱ. λόγοι</b>, by comic metaph., <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>818</span>.
|Definition=ἱππόλοφον, [[with horsehair crest]], κόρυς ''IG''12(2).129 (Mytilene); <b class="b3">ἱ. λόγοι</b>, by comic metaph., Ar.''Ra.''818.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππόλοφος Medium diacritics: ἱππόλοφος Low diacritics: ιππόλοφος Capitals: ΙΠΠΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: hippólophos Transliteration B: hippolophos Transliteration C: ippolofos Beta Code: i(ppo/lofos

English (LSJ)

ἱππόλοφον, with horsehair crest, κόρυς IG12(2).129 (Mytilene); ἱ. λόγοι, by comic metaph., Ar.Ra.818.

German (Pape)

[Seite 1260] κόρυς, mit Roßhaaren besetzt, Ep. ad. 194 (App. 323).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
garni d'une crinière de cheval.
Étymologie: ἵππος, λόφος.

Russian (Dvoretsky)

ἱππόλοφος:
1 снабженный султаном из конских волос (κόρυς Anth.);
2 пышный, напыщенный (λόγοι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόλοφος: -ον, ἔχων λόφον ἐξ ἱππείων τριχῶν, ἱππόλοφος κόρυς Ἀνθ. Π. παράρτ. 323˙ -ἱππόλ. Λόγοι, κατὰ κωμικὴν μεταφορ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.

Greek Monolingual

ἱππόλοφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λοφίο με τρίχες αλόγου
2. φρ. (μτφ. με κωμ. σημασία) «ἱππόλοφοι λόγοι» — αλογότριχες, λόγια σαν λοφία με τρίχες αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + λόφος «λοφίο»].

Greek Monotonic

ἱππόλοφος: -ον, αυτός που έχει χαίτη ή λοφίο, περικεφαλαία από αλογότριχες, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἱππό-λοφος, ον
with horse-hair crest, Ar., Anth.