σαυροκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=savroktonos
|Transliteration C=savroktonos
|Beta Code=saurokto/nos
|Beta Code=saurokto/nos
|Definition=ον, [[lizard-killer]], [[epithet]] of Apollo, as represented in a famous statue by Praxiteles, <span class="bibl">Plin. <span class="title">HN</span>34.70</span>.
|Definition=σαυροκτόνον, [[lizard-killer]], [[epithet]] of [[Apollo]], as represented in a famous statue by Praxiteles, Plin. ''HN''34.70.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαυροκτόνος Medium diacritics: σαυροκτόνος Low diacritics: σαυροκτόνος Capitals: ΣΑΥΡΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: sauroktónos Transliteration B: sauroktonos Transliteration C: savroktonos Beta Code: saurokto/nos

English (LSJ)

σαυροκτόνον, lizard-killer, epithet of Apollo, as represented in a famous statue by Praxiteles, Plin. HN34.70.

German (Pape)

[Seite 865] Eidechsen tödtend, Beiw. des Apollo, Plin. H. N. 34, 19, 10.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
« le tueur de lézards » (statue d'Apollon).
Étymologie: σαύρη, κτείνω.

Russian (Dvoretsky)

σαυροκτόνος: убивающий ящериц(у) (эпитет Аполлона по известной статуе Праксителя) Mart., Plin.

Greek (Liddell-Scott)

σαυροκτόνος: -ον, ὁ φονεύων τὰς σαύρας, ἐπίθετ. τοῦ Ἀπόλλωνος ὡς παρέστησεν αὐτὸν ὁ Πραξιτέλης, Πλίν. 34. 19, 10, πρβλ. Μαρτιᾶλ. 14. 172.

Greek Monolingual

-ο / σαυροκτόνος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που φονεύει σαύρες
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Σαυροκτόνος
περίφημο άγαλμα του Πραξιτέλους, που παρίστανε τον Απόλλωνα έτοιμο να φονεύσει σαύρα με λίθο ή βέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδοκτόνος.

Greek Monotonic

σαυροκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που φονεύει τις σαύρες, επίθ. του Απόλλωνα, σε Πλίν.

Middle Liddell

σαυρο-κτόνος, ον, κτείνω
lizard-killer, epithet of Apollo, Plin.