εἰκόνισμα: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eikonisma
|Transliteration C=eikonisma
|Beta Code=ei)ko/nisma
|Beta Code=ei)ko/nisma
|Definition=ατος, τό, [[image]], λιθουργές <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>573</span>, cf. <span class="title">AP</span>13.6 (Phal.), <span class="bibl">Porph.<span class="title">Sent.</span>43</span>, <span class="bibl">Plot.1.4.10</span>; [[portrait]], <span class="bibl">Herod.4.38</span>.
|Definition=-ατος, τό, [[image]], λιθουργές S.''Fr.''573, cf. ''AP''13.6 (Phal.), Porph.''Sent.''43, Plot.1.4.10; [[portrait]], Herod.4.38.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκόνισμα Medium diacritics: εἰκόνισμα Low diacritics: εικόνισμα Capitals: ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ
Transliteration A: eikónisma Transliteration B: eikonisma Transliteration C: eikonisma Beta Code: ei)ko/nisma

English (LSJ)

-ατος, τό, image, λιθουργές S.Fr.573, cf. AP13.6 (Phal.), Porph.Sent.43, Plot.1.4.10; portrait, Herod.4.38.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 imagen, estatua λιθουργὲς εἰ. Trag.Adesp.700.3, τὸ ... εἰ. τοῦ κωμῳδογέλωτος AP 13.6 (Phal.)
retrato βλέψας ἐς τοῦτο τὸ εἰ. μὴ ἐτύμης δείσθω fijándose en este retrato no necesitará la auténtica Herod.4.38.
2 en la esfera mental imagen τοῦ νοῦ εἰκονίσματα Plot.1.4.10, hablando de la fantasía, Porph.Sent.43.

German (Pape)

[Seite 726] τό, das Abbild, Phalaec. 2 (XIII, 6).

Russian (Dvoretsky)

εἰκόνισμα: ατος τό Anth. = εἰκών 1.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκόνισμα: τό, ἀπεικόνισμα, Ἀνθ. Π. 13. 6, Πορφύρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 780.

Greek Monolingual

και κόνισμα, το (AM εἰκόνισμα, Μ και εἰκόνισμαν)
η έγχρωμη απεικόνιση άγιων μορφών, σκηνών και επεισοδίων της Αγίας Γραφής σε ξύλο ή σε τοίχο για λατρευτικούς σκοπούς
νεοελλ.
φρ. «τον έχω κόνισμα» — τον αγαπώ και τον σέβομαι πάρα πολύ
αρχ.-μσν.
προσωπογραφία
αρχ.
εικόνα ή άγαλμα.