δεινόπους: Difference between revisions

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
m (Text replacement - "(\]\]\]) ([a-zA-Z' ]+)(:\. )" to "$1 $2$3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=deinopous
|Transliteration C=deinopous
|Beta Code=deino/pous
|Beta Code=deino/pous
|Definition=ὁ, ἡ<b class="b3">, -πουν, τό,</b> gen. ποδος, [[with terrible foot]], [[Ἀρά]] (as if she were a hound upon the track), <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>418</span>.
|Definition=ὁ, ἡ, δεινόπουν, τό, gen. ποδος, [[with terrible foot]], [[Ἀρά]] (as if she were a hound upon the track), S.''OT''418.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δεινόπους -ουν, gen. -ποδος &#91;[[δεινός]], [[πούς]]] [[met vervaarlijke voet]]:. δεινόπους ἀρά een vervloeking met vervaarlijke voet Soph. OT 418.
|elnltext=δεινόπους -ουν, gen. -ποδος &#91;[[δεινός]], [[πούς]]] [[met vervaarlijke voet]]:. δεινόπους ἀρά een vervloeking met vervaarlijke voet Soph. OT 418.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεινόπους Medium diacritics: δεινόπους Low diacritics: δεινόπους Capitals: ΔΕΙΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: deinópous Transliteration B: deinopous Transliteration C: deinopous Beta Code: deino/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, δεινόπουν, τό, gen. ποδος, with terrible foot, Ἀρά (as if she were a hound upon the track), S.OT418.

Spanish (DGE)

-ποδος
de pie terrible, de caminar terrible fig. ἀρά S.OT 418.

German (Pape)

[Seite 538] οδος, mit schrecklichem Fuße, Ἀρά, die schrecklich verfolgende Rachegöttin, Soph. O. R. 418.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν, gén. -ποδος
aux pieds terribles, càd à la marche terrible (l'Imprécation).
Étymologie: δεινός, πούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεινόπους -ουν, gen. -ποδος [δεινός, πούς] met vervaarlijke voet:. δεινόπους ἀρά een vervloeking met vervaarlijke voet Soph. OT 418.

Russian (Dvoretsky)

δεινόπους: 2, gen. ποδος со страшными ногами, т. е. неотступно преследующий, беспощадный (Ἀρά Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

δεινόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ φοβεροὺς ἔχων πόδας, Ἀρά δ., (ὡς εἰ ἦτο κύων θηρευτικὴ καταδιώκουσα τὰ ἴχνη τοῦ θύματὸς της), Σοφ. Ο. Τ. 418.

Greek Monolingual

δεινόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει τρομερά στην ταχύτητα πόδια, ο πολύ γρήγορος, («δεινόπους Ἀρά»).

Greek Monotonic

δεινόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ικανός στα πόδια· Ἀρὰ δ. (σαν να ήταν κυνηγετικό σκυλί που καταδιώκει τα χνάρια του θηράματός του), σε Σοφ.

Middle Liddell


terrible of foot, Ἀρὰ δ. (as if she was a hound upon the track), Soph.