λοξεύω: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lokseyo | |Transliteration C=lokseyo | ||
|Beta Code=loceu/w | |Beta Code=loceu/w | ||
|Definition= = [[λοξόω]], τὸν ὀφθαλμόν | |Definition= = [[λοξόω]], τὸν ὀφθαλμόν Lib.''Descr.''30.18; [[λελοξευμένα]] [[obscure]] or [[symbolical language]], Syn.Alch.p.63 B. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
= λοξόω, τὸν ὀφθαλμόν Lib.Descr.30.18; λελοξευμένα obscure or symbolical language, Syn.Alch.p.63 B.
Greek (Liddell-Scott)
λοξεύω: λοξόω, Λιβάν. 4. 1072.
Greek Monolingual
(AM λοξεύω, Μ και λοξεύγω) λοξός
κάνω κάτι λοξό, πλαγιάζω («λοξεύειν τὸν ὀφθαλμόν», Λιβάν.)
νεοελλ.-μσν.
παρεκκλίνω από την ευθεία πορεία, προχωρώ λοξά
αρχ.
(το ουδ. πληθ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) λελοξευμένα
ασαφής ή συμβολική γλώσσα.
German (Pape)
= λοξόω, Sp.