φιλόθυτος: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filothytos | |Transliteration C=filothytos | ||
|Beta Code=filo/qutos | |Beta Code=filo/qutos | ||
|Definition= | |Definition=φιλόθυτον<br><span class="bld">A</span>, ὄργια φ. [[offered by zealous worshippers]], A.''Th.''179 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:23, 25 August 2023
English (LSJ)
φιλόθυτον
A, ὄργια φ. offered by zealous worshippers, A.Th.179 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1280] Opfer liebend, gern, gewöhnlich opfernd, ὄργια Aesch. Spt. 162.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime à offrir des sacrifices.
Étymologie: φίλος, θύω.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για πρόσ.) αυτός που του αρέσει να θυσιάζει συχνά
2.
(για τελετές, εορτές) α) αυτός κατά τον οποίο γίνονται θυσίες
β) αυτός που τελείται από άτομα που τους αρέσουν οι θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -θυτος (< θύω [Ι]), πρβλ. βούθυτος].
Russian (Dvoretsky)
φιλόθῠτος: соединенный с жертвоприношениями (ὄργια Aesch.).