στυππειοπώλης: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=styppeiopolis | |Transliteration C=styppeiopolis | ||
|Beta Code=stulpw/lhs | |Beta Code=stulpw/lhs | ||
|Definition= | |Definition=στυππειοπώλου, ὁ, [[dealer in oakum]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''129, Critias 70D., ''IG''22.1570.24, 1572.8. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:29, 25 August 2023
English (LSJ)
στυππειοπώλου, ὁ, dealer in oakum, Ar.Eq.129, Critias 70D., IG22.1570.24, 1572.8.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand d'étoupes.
Étymologie: στυππεῖον, πωλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στυππειοπώλης -ου, ὁ [στυππεῖον, πωλέω] touwwerkverkoper.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πωλητής στυππείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον «στουπί» + -πώλης].
Greek Monotonic
στῡππειοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που εμπορεύεται, πουλάει στουπί, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
στυππειοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν στυππεῖον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 129· πρβλ. στύππαξ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.
Middle Liddell
στῡππειο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω
a dealer in oakum, Ar.
English (Woodhouse)
German (Pape)
= στυπειοπώλης.