ἀποπίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(CSV import)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apopino
|Transliteration C=apopino
|Beta Code=a)popi/nw
|Beta Code=a)popi/nw
|Definition=[ῑ], [[drink up]], [[drink off]], <span class="bibl">Hdt.4.70</span>; ὅσον ἂν ἀποπίῃ <span class="bibl">Critias 33</span>: abs., <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Ep.</span>60</span>.
|Definition=[ῑ], [[drink up]], [[drink off]], Hdt.4.70; ὅσον ἂν ἀποπίῃ Critias 33: abs., Philostr.''Ep.''60.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπίνω:''' [ῑ], μέλ. -[[πίομαι]], αόρ. βʹ <i>-έπῐον</i>· [[πίνω]] [[μέρος]] του ποτού από ένα μεγάλο [[αγγείο]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀποπίνω:''' [ῑ], μέλ. -[[πίομαι]], αόρ. βʹ <i>-έπῐον</i>· [[πίνω]] [[μέρος]] του ποτού από ένα μεγάλο [[αγγείο]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 11:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπίνω Medium diacritics: ἀποπίνω Low diacritics: αποπίνω Capitals: ΑΠΟΠΙΝΩ
Transliteration A: apopínō Transliteration B: apopinō Transliteration C: apopino Beta Code: a)popi/nw

English (LSJ)

[ῑ], drink up, drink off, Hdt.4.70; ὅσον ἂν ἀποπίῃ Critias 33: abs., Philostr.Ep.60.

Spanish (DGE)

beber, apurar hasta el fondo abs. Hdt.4.70, Philostr.Ep.60, PMag.13.441
ὅσον ἂν ἀποπίῃ Critias B 33.

German (Pape)

[Seite 319] (s. πίνω), davon trinken, Her. 4, 70; Philostr.

French (Bailly abrégé)

boire de, gén..
Étymologie: ἀπό, πίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπίνω: (ῑ) выпивать Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπίνω: [ῑ], μέλλ. -πίομαι, πίνω μέρος τοῦ ποτοῦ, κατεύχονται πολλὰ καὶ ἔπειτα ἀποπίνουσιν (ἐκ τῆς μεγάλης κύλικος) Ἡρόδ. 4. 70, ἔνθα ὑπονοητέον τὸν οἶνον· εἰ δὲ καὶ ἀποπίοις ποτέ, πᾶν τὸ καταλειπόμενον γίνεται θερμότερον τῷ ἄσθματι Φιλοστρ. Ἐπισπ. 23, σ. 923· μ. γεν., δριμέος ὄξους ἀπέπιεν Συνέσ. 20D.

Greek Monolingual

ἀποπίνω)
νεοελλ.
πίνω εντελώς
αρχ.
πίνω μέρος μόνο από κάποιο ποτό.

Greek Monotonic

ἀποπίνω: [ῑ], μέλ. -πίομαι, αόρ. βʹ -έπῐον· πίνω μέρος του ποτού από ένα μεγάλο αγγείο, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

to drink up, drink off, Hdt.

Léxico de magia

beber λαβὼν τὸ γάλα σὺν τῷ μέλιτι ἀπόπιε πρὶν ἀνατολῆς ἡλίου toma la leche con la miel y bébela antes de que salga el sol P I 20 ἐπικαλοῦ τοὺς ὡρογε<ν>εῖς ... καὶ τότε ἀπόπιε invoca a los dioses de las horas y entonces bebe P XIII 441