ὑψιμέλαθρος: Difference between revisions
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypsimelathros | |Transliteration C=ypsimelathros | ||
|Beta Code=u(yime/laqros | |Beta Code=u(yime/laqros | ||
|Definition= | |Definition=ὑψιμέλαθρον, [[high-built]], [[h. Merc]].103, 134,399; Διὸς ὑ. κράτος Orph.''H.''5.1. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:36, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑψιμέλαθρον, high-built, h. Merc.103, 134,399; Διὸς ὑ. κράτος Orph.H.5.1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à la voûte élevée;
2 fig. dominant, souverain.
Étymologie: ὕψι, μέλαθρον.
German (Pape)
hoch gebaut, H.h. Merc. 103, 134, 399; – hoch wohnend, hoch gelegen, Orph. H. 4.1.
Russian (Dvoretsky)
ὑψιμέλαθρος: высоко построенный (αὔλιον HH).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψῐμέλαθρος: -ον, ὁ ὑψηλὰ ᾠκοδομημένος, ὑψηλός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 103. 134, 399· Διὸς ὑψιμ. κράτος Ὀρφ. Ὕμν. 4. (5). 1.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. ο ψηλά κτισμένος·2. (για τον Δία) αυτός που κατοικεί στα ύψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + μέλαθρον «μέγαρο» (πρβλ. πολυμέλαθρος)].
Greek Monotonic
ὑψῐμέλαθρος: -ον (μέλαθρον), χτισμένος, οικοδομημένος ψηλά, σε Ομηρ. Ύμν.