φιλοζέφυρος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filozefyros
|Transliteration C=filozefyros
|Beta Code=filoze/furos
|Beta Code=filoze/furos
|Definition=ον, [[loving the west wind]], ib. <span class="bibl">10.16</span> (Theaet.), <span class="bibl">12.195</span> (Strat.).
|Definition=φιλοζέφυρον, [[loving the west wind]], ib. 10.16 (Theaet.), 12.195 (Strat.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοζέφῠρος Medium diacritics: φιλοζέφυρος Low diacritics: φιλοζέφυρος Capitals: ΦΙΛΟΖΕΦΥΡΟΣ
Transliteration A: philozéphyros Transliteration B: philozephyros Transliteration C: filozefyros Beta Code: filoze/furos

English (LSJ)

φιλοζέφυρον, loving the west wind, ib. 10.16 (Theaet.), 12.195 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 1279] den Westwind liebend; λειμῶνες Strat. 37 (XII, 195); γαλήνη Theaet. Schol. 2 (X, 16); Nonn. D. 11, 496.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le zéphyr.
Étymologie: φίλος, ζέφυρος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοζέφῠρος: любящий дуновения зефира (λειμῶνες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοζέφυρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν ζέφυρον, δηλ. τὸν δυσμικὸν ἄνεμον, Ἀνθ. Π. 10. 16., 12. 195.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τόπους) αυτός που αγαπά τον δυτικό άνεμο, αυτός στον οποίο πνέει συνήθως ο ζέφυρος («φιλοζέφυροι λειμῶνες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ζέφυρος «δυτικός άνεμος»].

Greek Monotonic

φῐλοζέφῠρος: -ον, αυτός που αγαπά το δυτικό άνεμο, σε Ανθ.

Middle Liddell

φῐλο-ζέφῠρος, ον,
loving the west wind, Anth.