ἀγρώτης: Difference between revisions
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=agrotis | |Transliteration C=agrotis | ||
|Beta Code=a)grw/ths | |Beta Code=a)grw/ths | ||
|Definition= | |Definition=ἀγρώτου, ὁ, [[of the field]], [[wild]], θῆρες E.''Ba.''564 (lyr.), ''Rh.''266. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:46, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀγρώτου, ὁ, of the field, wild, θῆρες E.Ba.564 (lyr.), Rh.266.
Spanish (DGE)
-ου del campo, salvaje St.Byz.s.u. ἀγρός.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 rustique;
2 sauvage.
Étymologie: ἀγρός.
German (Pape)
ὁ, Landmann, Theocr. 25.51; – adj. θῆρες ἀγρ. Eur. Bacch. 564, = ἀγρότεροι, s. ἀγρώστης.
Russian (Dvoretsky)
ἀγρώτης:
I ου ὁ поселянин (Theocr. - v.l. ἀροτρεύς).
II ου adj. полевой, степной, дикий (θῆρες Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρώτης: -ου, ὁ = ἀγρότης ἄλλη γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀροτρεὺς ἐν Θεοκρ. 25, 51. 2) ὡς ἐπίθ. ὁ ἐν ἀγροῖς, ὁ ἐξ ἀγρῶν, ἄγριος· θῆρες, Εὐρ. Βάκχ. 562 (λυρ.)· χωρικός, βουκόλοι, Ἀνθ. Π. 6. 37.
Greek Monotonic
ἀγρώτης: -ου, ὁ = ἀγρότης· ως επίθ., άγριος, σε Ευρ.· αγροτικός, χωριάτικος, σε Ανθ.