ἰθυδίκης: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ithydikis | |Transliteration C=ithydikis | ||
|Beta Code=i)qudi/khs | |Beta Code=i)qudi/khs | ||
|Definition=[ | |Definition=[δῐ], ου, ὁ, [[giving right judgement]], Hes. ''Op.''230, ''APl.''4.35. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:51, 25 August 2023
English (LSJ)
[δῐ], ου, ὁ, giving right judgement, Hes. Op.230, APl.4.35.
German (Pape)
[Seite 1245] gerade, gerecht richtend, Hes. O. 232, im Gegensatz von σκολιαὶ δίκαι, u. Sp., wie Ep. ad. 347 (Plan. 35).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui juge droitement, équitablement.
Étymologie: ἰθύς, δίκη.
Ant. δωροφάγος.
Russian (Dvoretsky)
ἰθῠδίκης: ου (ῑθ, δῐ) ὁ праведно судящий, справедливый (ἄνδρες Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰθῠδίκης: ῑθ-, ου, ὁ, ὁ δικαίως κρίνων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 228, ἀντίθετον τῷ δωροφάγος, αὐτόθι 219, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 35.
Greek Monolingual
ἰθυδίκης, ὁ (Α)
αυτός που κρίνει δίκαια, ορθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -δικης (< δίκη), πρβλ. αγωνοδίκης, ειρηνοδίκης].
Greek Monotonic
ἰθῠδίκης: [ῑθ] δῐ], -ου, ὁ (δίκη), αυτός που εξάγει δίκαια κρίση, που αποφαίνεται δικαίως, σε Ησίοδ.