ὀφθαλμοδουλεία: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ofthalmodouleia
|Transliteration C=ofthalmodouleia
|Beta Code=o)fqalmodoulei/a
|Beta Code=o)fqalmodoulei/a
|Definition=ἡ, [[eye-service]], Ep.Eph.6.6: in plural, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Col.</span>3.22</span>.
|Definition=ἡ, [[eye-service]], Ep.Eph.6.6: in plural, ''Ep.Col.''3.22.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφθαλμοδουλεία Medium diacritics: ὀφθαλμοδουλεία Low diacritics: οφθαλμοδουλεία Capitals: ΟΦΘΑΛΜΟΔΟΥΛΕΙΑ
Transliteration A: ophthalmodouleía Transliteration B: ophthalmodouleia Transliteration C: ofthalmodouleia Beta Code: o)fqalmodoulei/a

English (LSJ)

ἡ, eye-service, Ep.Eph.6.6: in plural, Ep.Col.3.22.

German (Pape)

[Seite 425] ἡ, Augendienerei, N. T.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de servir (au doigt et) à l'œil.
Étymologie: ὀφθαλμός, δοῦλος.

Russian (Dvoretsky)

ὀφθαλμοδουλεία: v.l. ὀφθαλμοδουλία ἡ угодливость, раболепие NT.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμοδουλεία: ἡ, μὴ κατ’ ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, «τουτέστι, μὴ μόνον ὅταν πάρεισιν οἱ δεσπόται καὶ ὁρῶσιν, ἀλλὰ καὶ ἀπόντων αὐτῶν» Οἰκουμένιος, εἰς Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. Ϛ΄, 6· ἐν τῷ πληθυντ., πρὸς Κολοσσ. γ΄, 22 (γράφεται καὶ ὀφθαλμοδουλία TWH).

English (Strong)

from ὀφθαλμός and δουλεία; sight-labor, i.e. that needs watching (remissness): eye-service.

English (Thayer)

(T WH ὀφθαλμοδουλία; see Iota), ὀφθαλμοδουλειας, ἡ (ὀφθαλμοδουλος, Apostolic Constitutions (4,12, Coteler. Patr. Apost.) 1, p. 299a; and this from ὀφθαλμός and δοῦλος) (A. V. eye-service i. e.) service performed (only) under the master's eye (μή κατ' ὀφθαλμοδουλίαν, τουτεστι μή μόνον παρόντων τῶν δεσποτῶν καί ὁρώντων, ἀλλά καί ἀποντων, Theophylact on Stephanus): Winer's Grammar, 100 (94)).

Greek Monolingual

ὀφθαλμοδουλεία, ἡ (Α)
η με τους οφθαλμούς έκφραση δουλικής προθυμίας («μὴ κατ' ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ' ὡς δοῦλοι τοῦ Χριστού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + δουλεία.

Greek Monotonic

ὀφθαλμοδουλεία: ἡ, έκφραση δουλικότητας μέσω της έκφρασης των ματιών, υποκριτική δουλικότητα, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ὀφθαλμο-δουλεία, ἡ,
eye-service, NTest.