ξενόεις: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksenoeis | |Transliteration C=ksenoeis | ||
|Beta Code=ceno/eis | |Beta Code=ceno/eis | ||
|Definition= | |Definition=ξενόεσσα, ξενόεν, [[full of strangers]], E.''IT''1281 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:05, 25 August 2023
English (LSJ)
ξενόεσσα, ξενόεν, full of strangers, E.IT1281 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 277] εσσα, εν, voll von Fremden od. Gastfreunden, θρόνος, Eur. I. T. 1281.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
rempli d'étrangers ou d'hôtes.
Étymologie: ξένος.
Russian (Dvoretsky)
ξενόεις: όεσσα, όεν привлекающий множество пришельцев, окруженный толпой гостей (θρόνος, sc. Λοξίου Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ξενόεις: εσσα, εν, ὁ πλήρης ξένων, Εὐρ. Ι. Τ. 1282.
Greek Monolingual
ξενόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κατάλ. -όεις (πρβλ. θυμόεις, μυρόεις)].
Greek Monotonic
ξενόεις: -εσσα, -εν (ξένος), γεμάτος από ξένους, σε Ευρ.