νεκροστόλος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nekrostolos | |Transliteration C=nekrostolos | ||
|Beta Code=nekrosto/los | |Beta Code=nekrosto/los | ||
|Definition= | |Definition=νεκροστόλον, [[layer-out of corpses]], Artem.4.56 (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:07, 25 August 2023
English (LSJ)
νεκροστόλον, layer-out of corpses, Artem.4.56 (pl.).
German (Pape)
[Seite 237] Todte ankleidend, schmückend, bestattend, Artemid. 4, 58 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui transporte ou ensevelit les morts.
Étymologie: νεκρός, στέλλω.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροστόλος: -ον, ὁ ἐκφέρων νεκρούς, ἢ ἐνταφιαστής, Ἀρτεμίδ. 4. 58, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
νεκροστόλος, -ον (Α)
αυτός που ενταφιάζει τους νεκρούς ή αυτός που μεταφέρει τους νεκρούς στον Άδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -στόλος (< στέλλω), πρβλ. πομποστόλος, ψυχοστόλος].
Greek Monotonic
νεκροστόλος: -ον (στέλλω), αυτός που μεταφέρει και εκφέρει τους νεκρούς, ενταφιαστής.