νηπευθής: Difference between revisions
From LSJ
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nipefthis | |Transliteration C=nipefthis | ||
|Beta Code=nhpeuqh/s | |Beta Code=nhpeuqh/s | ||
|Definition= | |Definition=νηπευθές, [[unsearchable]], Orac. ap. Macr.''Sat.''1.18.20. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 12:07, 25 August 2023
English (LSJ)
νηπευθές, unsearchable, Orac. ap. Macr.Sat.1.18.20.
Greek (Liddell-Scott)
νηπευθής: -ές, ἀνεξερεύνητος, ἀνέκφραστος, ὄργια νηπευθέα Χρησμ. ἐν Μακροβ. Saturn. 1. 18.
Greek Monolingual
νηπευθής και, κατά τον Ησύχ., νηπυθής, -ές (Α)
αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν πληροφορίες ή για τον οποίο δεν έγιναν έρευνες, άγνωστος, ανεξερεύνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -πευθής (< πεύθομαι «μαθαίνω, πληροφορούμαι»), πρβλ. απευθής, νεοπευθής].
German (Pape)
ές (πυνθάνομαι), unerforschlich, unaussprechlich, ὄργια, Orak. bei Macrob. Saturn. 1.18.