νηπευθής
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
νηπευθές, unsearchable, Orac. ap. Macr.Sat.1.18.20.
Greek (Liddell-Scott)
νηπευθής: -ές, ἀνεξερεύνητος, ἀνέκφραστος, ὄργια νηπευθέα Χρησμ. ἐν Μακροβ. Saturn. 1. 18.
Greek Monolingual
νηπευθής και, κατά τον Ησύχ., νηπυθής, -ές (Α)
αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν πληροφορίες ή για τον οποίο δεν έγιναν έρευνες, άγνωστος, ανεξερεύνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -πευθής (< πεύθομαι «μαθαίνω, πληροφορούμαι»), πρβλ. απευθής, νεοπευθής].
German (Pape)
ές (πυνθάνομαι), unerforschlich, unaussprechlich, ὄργια, Orak. bei Macrob. Saturn. 1.18.