νηπευθής

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπευθής Medium diacritics: νηπευθής Low diacritics: νηπευθής Capitals: ΝΗΠΕΥΘΗΣ
Transliteration A: nēpeuthḗs Transliteration B: nēpeuthēs Transliteration C: nipefthis Beta Code: nhpeuqh/s

English (LSJ)

νηπευθές, unsearchable, Orac. ap. Macr.Sat.1.18.20.

Greek (Liddell-Scott)

νηπευθής: -ές, ἀνεξερεύνητος, ἀνέκφραστος, ὄργια νηπευθέα Χρησμ. ἐν Μακροβ. Saturn. 1. 18.

Greek Monolingual

νηπευθής και, κατά τον Ησύχ., νηπυθής, -ές (Α)
αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν πληροφορίες ή για τον οποίο δεν έγιναν έρευνες, άγνωστος, ανεξερεύνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -πευθής (< πεύθομαι «μαθαίνω, πληροφορούμαι»), πρβλ. απευθής, νεοπευθής].

German (Pape)

ές (πυνθάνομαι), unerforschlich, unaussprechlich, ὄργια, Orak. bei Macrob. Saturn. 1.18.