γεμιστός: Difference between revisions
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gemistos | |Transliteration C=gemistos | ||
|Beta Code=gemisto/s | |Beta Code=gemisto/s | ||
|Definition= | |Definition=γεμιστή, γεμιστόν, [[laden]], [[full]], Ath.9.381a. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:19, 25 August 2023
English (LSJ)
γεμιστή, γεμιστόν, laden, full, Ath.9.381a.
Spanish (DGE)
-ή, -όν relleno γεμιστοῦ χοίρου Ath.381a.
Greek (Liddell-Scott)
γεμιστός: -ή, -όν, πεφορτωμένος, πλήρης, Ἀθήν. 381Α.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γεμιστός, -ή, -όν, Μ και γεμωστός)
ο γεμάτος, ο πλήρης
νεοελλ.
(για φαγητά) αυτός που τον έχουν παρασκευάσει με γέμιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. γεμιστός < γεμίζω
μσν. γεμωστός < γεμώζω (βλ. γεμίζω)].