πραγματίας: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pragmatias | |Transliteration C=pragmatias | ||
|Beta Code=pragmati/as | |Beta Code=pragmati/as | ||
|Definition=ου, ὁ, [[tiresome]], λόγος | |Definition=-ου, ὁ, [[tiresome]], λόγος ''Com.Adesp.''894. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:22, 25 August 2023
English (LSJ)
-ου, ὁ, tiresome, λόγος Com.Adesp.894.
German (Pape)
[Seite 693] ὁ, der viel zu thun macht, λόγος, B. A. 58 erkl. ὁ πράγματα καὶ ἀηδίας παρέχων.
Greek (Liddell-Scott)
πραγμᾰτίας: -ου, ὁ, «ὁ πράγματα καὶ ἀηδίας παρέχων» Α. Β. 58. 7.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. κοπιαστικός, κουραστικός
2. φρ. «λόγος πραγματίας» — λόγος που προκαλεί ενόχληση και δυσαρέσκεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + κατάλ. -ίας
(πρβλ. τραυματίας)].