θαμβός: Difference between revisions

From LSJ

Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thamvos
|Transliteration C=thamvos
|Beta Code=qambo/s
|Beta Code=qambo/s
|Definition=ή, όν, [[astonished]], <span class="bibl">Eust.906.53</span>.
|Definition=θαμβή, θαμβόν, [[astonished]], Eust.906.53.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαμβός Medium diacritics: θαμβός Low diacritics: θαμβός Capitals: ΘΑΜΒΟΣ
Transliteration A: thambós Transliteration B: thambos Transliteration C: thamvos Beta Code: qambo/s

English (LSJ)

θαμβή, θαμβόν, astonished, Eust.906.53.

German (Pape)

[Seite 1185] erstaunt, Eust. 906, 53.

Greek (Liddell-Scott)

θαμβός: ὁ, ἐκπεπληγμένος, Εὐστάθ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ θαμβός, -ή, -όν)
βλ. θαμπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θαμβός μαρτυρείται αρχικά από τον Ευστάθιο με σημ. «αυτός που κατέχεται από έκπληξη» < θάμβος «έκπληξη, θαυμασμός». Όμως με το ουσ. θάμβος δηλώνεται και η συσκότιση της οράσεως από άπλετο φως, από την οποία προήλθε η νεοελλ. σημ. του θαμβός - θαμπός «αυτός που δεν διακρίνεται καθαρά», άρα «ο μη διαυγής, ο θολός».
ΠΑΡ. νεοελλ. θαμπαίνω, θαμπιά, θαμπίζω, θαμπουλίζω.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. θαμποκοπώ, θαμποφαίνεται, θαμποφεγγοβολώ, θαμποφέγγω, θαμποχαράζω].