ἄφνος: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=afnos | |Transliteration C=afnos | ||
|Beta Code=a)/fnos | |Beta Code=a)/fnos | ||
|Definition=εος, τό, = [[ἄφενος]], | |Definition=εος, τό, = [[ἄφενος]], Pi.''Fr.''219. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:36, 25 August 2023
English (LSJ)
εος, τό, = ἄφενος, Pi.Fr.219.
Spanish (DGE)
-εος, τό riqueza οἱ δ' ἄφνει πεποίθασιν Pi.Fr.219.
German (Pape)
[Seite 413] τό, abgekürzt statt ἄφενος, Pind. frg. 240.
Russian (Dvoretsky)
ἄφνος: εος τό Pind. = ἄφενος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφνος: -εος, τό, συντετμημ. ἀντὶ τοῦ ἄφενος, Πινδ. Ἀποσπ. 240.
English (Slater)
ἄφνος (τό) wealth οἱ δ' ἄφνει πεποίθασιν fr. 219.
Greek Monolingual
ἄφνος, το (Α)
άφενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Άπαξ ειρημένη» λ. < αφνειός, ως υποχωρητικός σχηματισμός].