προσαναφέρω: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosanafero | |Transliteration C=prosanafero | ||
|Beta Code=prosanafe/rw | |Beta Code=prosanafe/rw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[make a supplementary declaration]], PPetr.3p.195 (iii B.C.):—Pass., ''UPZ''14.75 (ii B.C.).<br><span class="bld">2</span> [[report]], <b class="b3">τί τινι</b> Aristeas 29, ''PGrenf.''1.11 ii 8 (ii B.C.), ''UPZ''119.47 (ii B.C.), etc.:—Pass., Aristeas 30.<br><span class="bld">II</span> [[refer to]] any one [[for advice]], π. τῇ συγκλήτῳ περί τινος Plb.18.9.10, cf. Phld.''Lib.''p.20 O., D.H.6.56; π. τῇ βουλῇ περί τινος ''IG''14.758, cf. 760 (both Naples, i A.D.): abs., Plb.31.11.4; π. τοῖς μάντεσι D.S.17.116. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:11, 25 August 2023
English (LSJ)
A make a supplementary declaration, PPetr.3p.195 (iii B.C.):—Pass., UPZ14.75 (ii B.C.).
2 report, τί τινι Aristeas 29, PGrenf.1.11 ii 8 (ii B.C.), UPZ119.47 (ii B.C.), etc.:—Pass., Aristeas 30.
II refer to any one for advice, π. τῇ συγκλήτῳ περί τινος Plb.18.9.10, cf. Phld.Lib.p.20 O., D.H.6.56; π. τῇ βουλῇ περί τινος IG14.758, cf. 760 (both Naples, i A.D.): abs., Plb.31.11.4; π. τοῖς μάντεσι D.S.17.116.
German (Pape)
[Seite 750] (s. φέρω), hinzu-, hinaustragen, zur Berathung od. Bestätigung vortragen, τῇ συγκλήτῳ περὶ τῶν προσπιπτόντων, Pol. 17, 9, 10; τ ῇ βουλῇ, D. Hal. 6, 56; τοῖς μάντεσι, D. Sic.
Russian (Dvoretsky)
προσαναφέρω:
1 поднимать (τὰ ὑγρὰ προσαναφέρεται Arst.);
2 обращаться (за указанием), докладывать (τινὶ περί τινος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
προσαναφέρω: ἀναφέρομαι εἴς τινα πρὸς συμβουλήν, ζητῶ τὴν γνώμην τινός, προσαναφέρειν τῇ συγκλήτῳ περὶ τῶν προσπιπτόντων Πολύβ. 17. 9, 10, πρβλ. Διον. Ἁλ. 6. 56· πρ. τῇ βουλῇ περί τινος Συλλ. Ἐπιγρ. 5836, πρβλ. 5838, 18· καὶ ἀπολ., Πολύβ. 31. 19, 4· οὕτω τοῖς μάντεσι προσανέφερε περὶ τῶν προσημαινομένων Διόδ. 17. 116.
Greek Monolingual
Α ἀναφέρω
1. δηλώνω κάτι επιπροσθέτως
2. κοινοποιώ κάτι σε κάποιον
3. αναφέρω σε κάποιον κάτι ζητώντας ταυτόχρονα τη συμβουλή του
4. ζητώ τη γνώμη κάποιου σχετικά με ένα ζήτημα, συμβουλεύομαι κάποιον
5. εκκλ. λατρεύω τον θεό.