Μιλήσιος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Milisios
|Transliteration C=Milisios
|Beta Code=*milh/sios
|Beta Code=*milh/sios
|Definition=α, ον, [[Milesian]], Hdt.1.17, etc.; [[Μιλήσιοι]], οἱ, the [[Milesians]], Id.5.28, etc.: [[proverb|prov.]], [[πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι]] = the [[Milesians]] were [[mighty]] [[once]] (that was then, this is now; things are different now) Anacr.85; [[Μιλησίη]] (''[[sc.]]'' [[χώρα]]), ἡ, Hdt.5.29:—also [[Μιλησιακός]], ή, όν, Plu.Crass. 32, etc.; [[Μιλησιακά]], τά, The [[Milesian tale]]s, title of work by [[Aristides]]:—pecul. fem. [[Μιλησίς]], ίδος, παρθενικαί Parth.Fr.29.6.
|Definition=α, ον, [[Milesian]], [[Herodotus|Hdt.]]1.17, etc.; [[Μιλήσιοι]], οἱ, the [[Milesians]], Id.5.28, etc.: [[proverb|prov.]], [[πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι]] = the [[Milesians]] were [[mighty]] [[once]] (that was then, this is now; things are different now) Anacr.85; [[Μιλησίη]] (''[[sc.]]'' [[χώρα]]), ἡ, [[Herodotus|Hdt.]]5.29:—also [[Μιλησιακός]], ή, όν, Plu.Crass. 32, etc.; [[Μιλησιακά]], τά, The [[Milesian tale]]s, title of work by [[Aristides]]:—pecul. fem. [[Μιλησίς]], ίδος, παρθενικαί Parth.Fr.29.6.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 12:03, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μῑλήσιος Medium diacritics: Μιλήσιος Low diacritics: Μιλήσιος Capitals: ΜΙΛΗΣΙΟΣ
Transliteration A: Milḗsios Transliteration B: Milēsios Transliteration C: Milisios Beta Code: *milh/sios

English (LSJ)

α, ον, Milesian, Hdt.1.17, etc.; Μιλήσιοι, οἱ, the Milesians, Id.5.28, etc.: prov., πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι = the Milesians were mighty once (that was then, this is now; things are different now) Anacr.85; Μιλησίη (sc. χώρα), ἡ, Hdt.5.29:—also Μιλησιακός, ή, όν, Plu.Crass. 32, etc.; Μιλησιακά, τά, The Milesian tales, title of work by Aristides:—pecul. fem. Μιλησίς, ίδος, παρθενικαί Parth.Fr.29.6.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Milet ; ἡ Μιλησία (γῆ ou χώρα) le territoire de Milet.
Étymologie: Μίλητος.

Russian (Dvoretsky)

Μῑλήσιος:
I милетский Her. etc.
IIмилетец, житель или уроженец Милета Her. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Μῑλήσιος: -α, -ον, ὁ ἐκ Μιλήτου, Ἡρόδ., κτλ.· Μιλήσιοι, οἱ, οἱ τῆς Μιλήτου κάτοικοι, ὁ αὐτ. 5. 28, κτλ.· παροιμ., πάλαι ποτ’ ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι, Ἀνακρ. 85· Μιλησίη (ἐξυπ. χώρα), ἡ, Ἡρόδ. 5. 29· κτητικ. ἐπίθ., Μιλησιακός, ή, όν, Πλουτ. Κράσσ. 32, κτλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α Μιλήσιος, -ία, -ον θηλ. και Μιλησίς και ιων. τ. Μιλησίη)
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο κάτοικος της Μιλήτου, αρχαίας ελληνικής πόλης της Μ. Ασίας
αρχ.
1. μιλησιακός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Μιλησίη
η Μίλητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Μίλητος + κατάλ. -ιος, με συριστικοποίηση του -τ- πριν από -ι·].

Greek Monotonic

Μῑλήσιος: -α, -ον, ο Μιλήσιος (στην καταγωγή), Μιλήσιοι, οἱ, Μιλήσιοι, σε Ηρόδ.· Μιλησίη (ενν. χώρα), , στον ίδ.

Middle Liddell

Μῑλήσιος, η, ον
Milesian, Μιλήσιοι, οἱ, the Milesians, Hdt.; Μιλησίη (sc. χώρἀ, Hdt.