λιγύφθογγος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ligyfthoggos
|Transliteration C=ligyfthoggos
|Beta Code=ligu/fqoggos
|Beta Code=ligu/fqoggos
|Definition=λιγύφθογγον, [[clear-voiced]], in Hom. always [[epithet]] of heralds, Il.2.50, al., Od.2.6, etc.; αὐλίσκοι Thgn.241; ἀηδών Ar.''Av.''1380; ὄρνιθες B.5.23; [[μέλισσα]] (of a poet) Id.9.10; αὐδή Opp.''H.''5.620.
|Definition=λιγύφθογγον, [[clear-voiced]], in Hom. always [[epithet]] of heralds, Il.2.50, al., Od.2.6, etc.; αὐλίσκοι Thgn.241; ἀηδών [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1380; ὄρνιθες B.5.23; [[μέλισσα]] (of a poet) Id.9.10; αὐδή Opp.''H.''5.620.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 06:55, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐγύφθογγος Medium diacritics: λιγύφθογγος Low diacritics: λιγύφθογγος Capitals: ΛΙΓΥΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: ligýphthongos Transliteration B: ligyphthongos Transliteration C: ligyfthoggos Beta Code: ligu/fqoggos

English (LSJ)

λιγύφθογγον, clear-voiced, in Hom. always epithet of heralds, Il.2.50, al., Od.2.6, etc.; αὐλίσκοι Thgn.241; ἀηδών Ar.Av.1380; ὄρνιθες B.5.23; μέλισσα (of a poet) Id.9.10; αὐδή Opp.H.5.620.

German (Pape)

[Seite 44] hell, laut tönend, rufend, bei Hom. stets Beiwort der Herolde, z. B. Il. 2, 442; αὐλίσκοι, Theogn. 241; πτέρυγες, der Heuschrecken, Mnasale. 10 (VII, 192).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix claire ou au bruit sonore.
Étymologie: λιγύς, φθέγγω.

Russian (Dvoretsky)

λῐγύφθογγος:
1 звонкоголосый (ἀηδών Arph.);
2 громогласный, с зычным голосом (κήρυκες Hom.);
3 звонкий, т. е. стрекочущий (πτέρυγες, sc. ἀκρίδος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐγύφθογγος: -ον, ἔχων λιγυράν, καθαρὰν καὶ διαπεραστικὴν φωνήν, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τῶν κηρύκων, Ἰλ. Β. 442, κ. ἀλλ., Ὀδ. Β. 6, κτλ.· αὐλίσκοι Θέογν. 241· ἀηδὼν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1381, Βακχυλ. 9. 10., 5. 23 (ἔκδ. Blass).

English (Autenrieth)

loud-voiced, clearvoiced.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λιγύφθογγος, -ον)
αυτός που έχει καθαρή και διαπεραστική φωνή, λιγυρός (α. «λιγύφθογγοι ὄρνιθες», Βάκχ.
β. «του Παρνασσού λιγύφθογγον Σπήλαιον», Κάλβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + φθόγγος.

Greek Monotonic

λῐγύφθογγος: -ον (φθογγή), αυτός που έχει καθαρή, διαπεραστική φωνή, λέγεται για τους κήρυκες, σε Όμηρ.· λέγεται για το αηδόνι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λῐγύ-φθογγος, ον φθογγή
clear-voiced, of heralds, Hom.; of the nightingale, Ar.