ἀμφιέλισσα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἐλίσσω] only in [[this]] fem. [[form]].]<br />of ships, rowed on [[both]] sides; or, [[rather]], [[swaying]] to and fro, [[rolling]].
|mdlsjtxt=[[ἐλίσσω]] only in [[this]] fem. [[form]].<br />of ships, rowed on [[both]] sides; or, [[rather]], [[swaying]] to and fro, [[rolling]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 13:18, 28 September 2023

Middle Liddell

ἐλίσσω only in this fem. form.
of ships, rowed on both sides; or, rather, swaying to and fro, rolling.

Spanish (DGE)

-ης
adj. fem.
1 que lleva espirales en las prolongaciones de la proa y de la popa de una nave Il.2.165, 9.683, Od.3.162, 15.283, 21.390, Hes.Fr.205.6
que se prolonga en semicírculo por ambos extremos κρηπίς Paul.Sil.Ambo 148.
2 enrollado ἱμάσθλη Nonn.D.48.328, μίτρη Io.Gaz.1.319.
3 que gira, que da vueltas fig. ἐγὼ δ' ἅπερ ἵππον ἐλάσσω τέρματος ἀμφιέλισσαν ἐπιψαύουσαν ἀοιδήν yo por mi parte conduciré un canto que cual caballo al dar vueltas pasa rozando el extremo de la espina Triph.667.

French (Bailly abrégé)

ης;
adj. f.
poussée des deux côtés par les rames ; sel. d'autres ballottée (sur les flots).
Étymologie: ἀμφί, ἕλιξ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιέλισσα: adj. f ἕλιξ с обеих сторон загнутый, по друг. ἑλίσσω качающийся (на волнах) (νῆες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιέλισσα: ἡ, (ἑλίσσω) Ἐπικ. ἐπίθ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ τὸν θηλ. τοῦτον τύπον, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ πλοίων, καὶ κοινῶς ἑρμηνεύεται: ἡ ἑκατέρωθεν κωπηλατουμένη: «νῆες ἀμφιέλισσαι, ἀμφοτέρωθεν ἐλαυνόμεναι», Ἡσύχ. Ἀλλὰ (καθ’ ἃ παρατηρεῖ ὁ Rost) ἡ ἔννοια τοῦ ἑλίσσω καὶ ἡ χρῆσις τῶν μεταγ. Ἐπικῶν Ποιητῶν δύνανται νὰ μᾶς ὁδηγήσωσιν εἰς ἑτέραν ἑρμηνείαν: διότι οἱ Ποιηταὶ οὗτοι μεταχειρίζονται τὴν λέξιν μετὰ τῆς σημασίας συστρεφομένη, περικάμπτουσα, ἱμάσθλη ἀμφ. Νόνν. Δ. 48. 328· κυμαινόμενος, ἀμφίβολος, ἀοιδὴ Τρυφ. 667· μενοινὴ Χριστόδ. Ἔκφρ. 21· καὶ οὕτω παρ’ Ὁμ., ναῦς ἀμφιέλισσα δύναται καλῶς νὰ σημαίνῃ τὸ τῇδε κἀκεῖσε κυμαινόμενον πλοῖον, τὸ σαλεῦον: πρβλ. ἀμφίστροφος. Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Wernicke Τρυφ. 667, Λοβ. Παραλ. 472.

English (Autenrieth)

(ϝελίσσω): curved at both ends, curving, epith. of ships. (See cut.)

Greek Monotonic

ἀμφιέλισσα: ἡ (ἐλίσσω), μόνο στο θηλ. γένος λέγεται για πλοία με κουπιά και από τις δύο μεριές, αυτή που κινείται μπρος και πίσω, που κλυδωνίζεται.