κακόπους: Difference between revisions
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakopous | |Transliteration C=kakopous | ||
|Beta Code=kako/pous | |Beta Code=kako/pous | ||
|Definition=ὁ, ἡ, κακόπουν, τό, gen. ποδος, [[with bad feet]], ἵππος [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.3.4, ''Eq.''1.2; εὔπτερα μέν, κακόποδα δέ Arist.''HA''487b26. | |Definition=ὁ, ἡ, κακόπουν, τό, gen. ποδος, [[with bad feet]], ἵππος [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.3.4, ''Eq.''1.2; εὔπτερα μέν, κακόποδα δέ [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''487b26. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:55, 24 November 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ, κακόπουν, τό, gen. ποδος, with bad feet, ἵππος X.Mem.3.3.4, Eq.1.2; εὔπτερα μέν, κακόποδα δέ Arist.HA487b26.
German (Pape)
[Seite 1302] ποδος, mit schlechten, schwachen oder häßlichen Füßen; Xen. de re equ. 1, 2 Mem. 3, 3, 4; Arist. H. A. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
ποδος (ὁ, ἡ)
qui a de vilains pieds ou des pieds faibles.
Étymologie: κακός, πούς.
Greek Monolingual
κακόπους, ό, ή, ουδ. κακόπουν (Α)
αυτός που έχει αδύνατα ή άσχημα πόδια («κακόπους ἱππος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ορθό-πους, στερεό-πους].
Greek Monotonic
κᾰκόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει κακά πόδια, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόπους -πουν, gen. -ποδος [κακός, πούς] met zwakke benen of poten.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόπους: 2, gen. ποδος имеющий плохие (слабые или некрасивые) ноги (ἵππος Xen.; ὄρνις Arst.).
Middle Liddell
with bad feet, Xen.