τρυγητός: Difference between revisions
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[τρύγητος]] Α<br /><b>1.</b> η [[συγκομιδή]] των σταφυλιών, ο [[τρύγος]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) η [[εποχή]] της [[παραπάνω]] συγκομιδής<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[συγκομιδή]] του μελιού και του κεριού από τις κυψέλες τών [[μελισσών]]<br /><b>2.</b> η [[εποχή]] της [[παραπάνω]] συγκομιδής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ο τ. [[τρυγητός]]) α) η [[συγκομιδή]] τών δημητριακών και τών οπωρικών και γενικά τών ώριμων καρπών<br />β) η [[σοδειά]], η [[τρύγη]]<br />γ) [[αποξήρανση]] λίμνης<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] ο τ. [[τρύγητος]]) [[πατητήρι]], [[ληνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρυγῶ</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[τρύγητος]] Α<br /><b>1.</b> η [[συγκομιδή]] των σταφυλιών, ο [[τρύγος]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) η [[εποχή]] της [[παραπάνω]] συγκομιδής<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[συγκομιδή]] του μελιού και του κεριού από τις κυψέλες τών [[μελισσών]]<br /><b>2.</b> η [[εποχή]] της [[παραπάνω]] συγκομιδής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ο τ. [[τρυγητός]]) α) η [[συγκομιδή]] τών δημητριακών και τών οπωρικών και γενικά τών ώριμων καρπών<br />β) η [[σοδειά]], η [[τρύγη]]<br />γ) [[αποξήρανση]] λίμνης<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] ο τ. [[τρύγητος]]) [[πατητήρι]], [[ληνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρυγῶ</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἄμητος]] / [[ἀμητός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=ἤ [[τρύγητος]] (=[[τρύγος]]). Ἀπό τό [[τρυγάω]] -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=ἤ [[τρύγητος]] (=[[τρύγος]]). Ἀπό τό [[τρυγάω]] -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:17, 7 December 2023
English (LSJ)
ὁ, drying up of a lake, Sch. Nic. Th. 368.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 récolte (moisson, vendange);
2 époque de la récolte, époque des vendanges.
Étymologie: τρυγάω.
Greek (Liddell-Scott)
τρυγητός: καὶ τρύγητος, ὁ, (τρῠγάω) τὸ τρυγᾶν, ἡ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν, Πλούτ. 2. 671D, Λουκ. Φιλοψ. 22, κλπ., ἴδε Πολυδ. Α΄, 61. 2) ὡς καὶ νῦν, ἡ ἐποχὴ τῆς συγκομιδῆς, τρύγος, Θουκ. 4. 84, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 2. ΙΙ. = τρύγη, ὁ συγκομισθεὶς καρπός, «εἰσοδεία», Γραμμ. (Οἱ Γραμμ. ἐπιχειροῦσι νὰ διακρίνωσι τὴν σημασίαν ταύτην διὰ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε ἐν λέξ. ἄμητος)· «τρύγητος ὁ καιρὸς μονογενῶς, τρυγητὸς δὲ τὸ τρυγώμενον» Ἀρκάδ. 81, 26. - Πρβλ. καὶ Θεογνώστ. Καν. 75, 13: «τρύγητος καὶ ἄμητος προπαροξυνόμενα ἐπὶ καιροῦ λαμβάνεται· ἐπὶ γὰρ τῶν πράξεων ὀξύνεται», ἴδε καὶ Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και τρύγητος Α
1. η συγκομιδή των σταφυλιών, ο τρύγος
2. (κυρίως) η εποχή της παραπάνω συγκομιδής
νεοελλ.-μσν.
1. η συγκομιδή του μελιού και του κεριού από τις κυψέλες τών μελισσών
2. η εποχή της παραπάνω συγκομιδής
αρχ.
1. (κυρίως ο τ. τρυγητός) α) η συγκομιδή τών δημητριακών και τών οπωρικών και γενικά τών ώριμων καρπών
β) η σοδειά, η τρύγη
γ) αποξήρανση λίμνης
2. (κυρίως ο τ. τρύγητος) πατητήρι, ληνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυγῶ (Ι) + κατάλ. -τος (πρβλ. ἄμητος / ἀμητός)].
Mantoulidis Etymological
ἤ τρύγητος (=τρύγος). Ἀπό τό τρυγάω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.