οἰνοπότης: Difference between revisions

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oinopotis
|Transliteration C=oinopotis
|Beta Code=oi)nopo/ths
|Beta Code=oi)nopo/ths
|Definition=οἰνοπότου, ὁ, [[wine-bibber]], Anacr.97, Call.''Epigr.''37, Plb. 20.8.2, [[LXX]] ''Pr.''23.20, ''Ev.Matt.''11.19:—fem. [[οἰνόποτις]], ιδος, ἡ, Anacr.162, Ar.''Th.''393 (v. [[οἰνοπίπης]]).
|Definition=οἰνοπότου, ὁ, [[wine-bibber]], Anacr.97, Call.''Epigr.''37, Plb. 20.8.2, [[LXX]] ''Pr.''23.20, ''Ev.Matt.''11.19:—fem. [[οἰνοπότις]], ιδος, ἡ, Anacr.162, Ar.''Th.''393 (v. [[οἰνοπίπης]]).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 14:48, 8 December 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοπότης Medium diacritics: οἰνοπότης Low diacritics: οινοπότης Capitals: ΟΙΝΟΠΟΤΗΣ
Transliteration A: oinopótēs Transliteration B: oinopotēs Transliteration C: oinopotis Beta Code: oi)nopo/ths

English (LSJ)

οἰνοπότου, ὁ, wine-bibber, Anacr.97, Call.Epigr.37, Plb. 20.8.2, LXX Pr.23.20, Ev.Matt.11.19:—fem. οἰνοπότις, ιδος, ἡ, Anacr.162, Ar.Th.393 (v. οἰνοπίπης).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
buveur de vin.
Étymologie: οἶνος, πίνω.

German (Pape)

ὁ, Weintrinker, Zecher; Pol. 20.8.2; Matth. 11.19.

Russian (Dvoretsky)

οἰνοπότης: ου ὁ бражник, пьяница, гуляка Anacr., Polyb., NT.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοπότης: -ου, ὁ, ὁ πίνων οἶνον, Ἀνακρ. 98, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 37, Πολύβ. 20. 8, 2 - θηλ. οἰνοπότις, -ιδος, ἡ, Ἀνακρ. 159, Ἀριστοφ. Θεσμ. 393 (ἴδε οἰνοπίπης).

English (Strong)

from οἶνος and a derivative of the alternate of πίνω; a tippler: winebibber.

English (Thayer)

ὀινοποτου, ὁ (οἶνος, and πότης a drinker), a winebibber, given to wine: Polybius 20,8, 2; Anacreon (530 B.C.>) fragment 98; Anthol. 7,28, 2.)

Greek Monolingual

ο, θηλ. οινοπότις (Α οἰνοπότης, θηλ. οἰνοπότις, -ιδος)
αυτός που ρέπει προς την οινοποσία, που του αρέσει να πίνει κρασί, μέθυσος, μπεκρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + πότης (< θ. πο- του πίνω), πρβλ. γαλακτοπότης.

Chinese

原文音譯:o„nopÒthj 哀挪-坡帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:酒-飲(者)
字義溯源:酒徒,醉漢,好酒的;由(οἶνος)*=酒)與(πίνω)*=飲)組成
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編
1) 好酒的(1) 路7:34;
2) 好酒(1) 太11:19