ακαθαρσία: Difference between revisions
From LSJ
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀκαθαρσία]]) [[ἀκάθαρτος]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] καθαριότητας, η [[βρομιά]]<br /><b>2.</b> [[λεκές]], [[λέρα]]<br /><b>3.</b> τα [[έμμηνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] άχρηστο και περιττό [[αντικείμενο]], και ειδικά τα περιττώματα ανθρώπου ή ζώου, τα [[κόπρανα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ακαθαρσία]] [[γύρω]] από ένα [[έλκος]] ή [[τραύμα]]<br /><b>2.</b> [[ηθικός]] [[ρύπος]], [[φαυλότητα]], [[διαφθορά]]<br /><b>3.</b> το να μην έχει [[κανείς]] καθαριστεί, εξαγνιστεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του μωσαϊκού νόμου. | |mltxt=η (Α [[ἀκαθαρσία]]) [[ἀκάθαρτος]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] καθαριότητας, η [[βρομιά]]<br /><b>2.</b> [[λεκές]], [[λέρα]]<br /><b>3.</b> τα [[έμμηνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] άχρηστο και περιττό [[αντικείμενο]], και ειδικά τα περιττώματα ανθρώπου ή ζώου, τα [[κόπρανα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ακαθαρσία]] [[γύρω]] από ένα [[έλκος]] ή [[τραύμα]]<br /><b>2.</b> [[ηθικός]] [[ρύπος]], [[φαυλότητα]], [[διαφθορά]]<br /><b>3.</b> το να μην έχει [[κανείς]] καθαριστεί, εξαγνιστεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του μωσαϊκού νόμου. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[dirtiness]]=== | |||
Catalan: brutícia; French: [[saleté]]; Greek: [[ακαθαρσία]], [[βρόμα]], [[βρομιά]], [[βρώμα]]; Ancient Greek: [[πινωδία]], [[ῥυπαρία]], [[ῥύπασμα]], [[ῥύπον]], [[ῥύπος]], [[τὸ πιναρόν]]; Italian: [[sporcizia]]; Latvian: netīrība, nespodrība; Portuguese: [[sujidade]]; Romagnol: cacaréra; Spanish: [[suciedad]]; Turkish: kirlilik | |||
}} | }} |
Latest revision as of 05:26, 21 January 2024
Greek Monolingual
η (Α ἀκαθαρσία) ἀκάθαρτος
1. έλλειψη καθαριότητας, η βρομιά
2. λεκές, λέρα
3. τα έμμηνα
νεοελλ.
κάθε άχρηστο και περιττό αντικείμενο, και ειδικά τα περιττώματα ανθρώπου ή ζώου, τα κόπρανα
αρχ.
1. η ακαθαρσία γύρω από ένα έλκος ή τραύμα
2. ηθικός ρύπος, φαυλότητα, διαφθορά
3. το να μην έχει κανείς καθαριστεί, εξαγνιστεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του μωσαϊκού νόμου.