πιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ποτίστρα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. σχηματισμένος από το θ. <i>πῑ</i>- του [[πίνω]] με δυσερμήνευτο -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πιστός]] [II], [[πισμός]], [[πίστρα]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>].
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ποτίστρα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. σχηματισμένος από το θ. <i>πῖ</i>- του [[πίνω]] με δυσερμήνευτο -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πιστός]] [II], [[πισμός]], [[πίστρα]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>].
}}
}}

Revision as of 14:45, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιστήρ Medium diacritics: πιστήρ Low diacritics: πιστήρ Capitals: ΠΙΣΤΗΡ
Transliteration A: pistḗr Transliteration B: pistēr Transliteration C: pistir Beta Code: pisth/r

English (LSJ)

πιστῆρος, ὁ, (πιπίσκω) = ποτίστρα, Hsch. s.v. πισμός.

German (Pape)

[Seite 620] ῆρος, ὁ, = ποτιστήρ, ποτιστής (?).

Greek (Liddell-Scott)

πιστήρ: ῆρος, ὁ, (πιπίσκω) = ποτιστήρ, ποτιστής.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ποτίστρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το θ. πῖ- του πίνω με δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. πιστός [II], πισμός, πίστρα) + επίθημα -τήρ].