προσαντιλαμβάνομαι: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />πιάνομαι [[χέρι]] με [[χέρι]] με κάποιον («καὶ | |mltxt=Α<br />πιάνομαι [[χέρι]] με [[χέρι]] με κάποιον («καὶ γυναῖκες ἀναμὶξ ἀνδράσιν προσαντιλαμβανόμεναι τῶν χειρῶν», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀντιλαμβάνομαι</i> «[[κρατιέμαι]], πιάνομαι από [[κάτι]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:45, 6 February 2024
English (LSJ)
Med., take hold of one another, τῶν χειρῶν by the hands, Str.3.3.7.
German (Pape)
[Seite 750] einander gegenüberstehen, und an den Händen fassen, τῶν χειρῶν, Strab. 3, 3, 7.
French (Bailly abrégé)
se prendre mutuellement : τῶν χειρῶν les mains.
Étymologie: πρός, ἀντιλαμβάνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
προσαντιλαμβάνομαι: Μέσ., πιάνομαι ἀμοιβαίως, γυναῖκες ἀναμὶξ ἀνδράσι προσαντιλαμβανόμεναι τῶν χειρῶν, ἐκ τῶν χειρῶν, Στράβ. 155.
Greek Monolingual
Α
πιάνομαι χέρι με χέρι με κάποιον («καὶ γυναῖκες ἀναμὶξ ἀνδράσιν προσαντιλαμβανόμεναι τῶν χειρῶν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀντιλαμβάνομαι «κρατιέμαι, πιάνομαι από κάτι»].
Greek Monotonic
προσαντιλαμβάνομαι: Μέσ., πιάνομαι αμοιβαία ο ένας από τον άλλο, τῶν χειρῶν, από τα χέρια, σε Στράβ.
Middle Liddell
Mid. to take hold of one another, τῶν χειρῶν by the hands, Strab.