ραφανίδα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ῥαφανίς]] -ίδος, ΝΜΑ, και [[ῥεφανίς]] ΜΑ<br /><b>1.</b> [[γένος]], [[κατά]] τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας βρασσικίδες ή σταυρανθή με φαγώσιμη σαρκώδη [[ρίζα]], με έντονη και καυστική [[γεύση]], σημαντικότερα είδη του οποίου [[είναι]] τα γνωστά [[σήμερα]] ως ρεπάνια ή ρεπανάκια, αλλ. [[ράφανος]]<br /><b>2.</b> η [[σαρκώδης]] [[ρίζα]], ο [[κόνδυλος]] του φυτού [[αυτού]], που στην αρχαία Αθήνα τον χρησιμοποιούσαν για την [[τιμωρία]] τών μοιχών («ῥαφανῑδας λαμβάνοντες καθίεσαν εἰς τοὺς πρωκτοὺς τούτων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ῥαφανὶς ἡ ἀγρία]]» — [[αγριοράπανο]], [[λαψάνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάφανος]] / [[ῥέφανος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> [[κληματίς]])].
|mltxt=η / [[ῥαφανίς]] -ίδος, ΝΜΑ, και [[ῥεφανίς]] ΜΑ<br /><b>1.</b> [[γένος]], [[κατά]] τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας βρασσικίδες ή σταυρανθή με φαγώσιμη σαρκώδη [[ρίζα]], με έντονη και καυστική [[γεύση]], σημαντικότερα είδη του οποίου [[είναι]] τα γνωστά [[σήμερα]] ως ρεπάνια ή ρεπανάκια, αλλ. [[ράφανος]]<br /><b>2.</b> η [[σαρκώδης]] [[ρίζα]], ο [[κόνδυλος]] του φυτού [[αυτού]], που στην αρχαία Αθήνα τον χρησιμοποιούσαν για την [[τιμωρία]] τών μοιχών («ῥαφανῖδας λαμβάνοντες καθίεσαν εἰς τοὺς πρωκτοὺς τούτων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ῥαφανὶς ἡ ἀγρία]]» — [[αγριοράπανο]], [[λαψάνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάφανος]] / [[ῥέφανος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> [[κληματίς]])].
}}
}}

Revision as of 14:45, 6 February 2024

Greek Monolingual

η / ῥαφανίς -ίδος, ΝΜΑ, και ῥεφανίς ΜΑ
1. γένος, κατά τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας βρασσικίδες ή σταυρανθή με φαγώσιμη σαρκώδη ρίζα, με έντονη και καυστική γεύση, σημαντικότερα είδη του οποίου είναι τα γνωστά σήμερα ως ρεπάνια ή ρεπανάκια, αλλ. ράφανος
2. η σαρκώδης ρίζα, ο κόνδυλος του φυτού αυτού, που στην αρχαία Αθήνα τον χρησιμοποιούσαν για την τιμωρία τών μοιχών («ῥαφανῖδας λαμβάνοντες καθίεσαν εἰς τοὺς πρωκτοὺς τούτων», Αριστοφ.)
αρχ.
φρ. «ῥαφανὶς ἡ ἀγρία» — αγριοράπανο, λαψάνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάφανος / ῥέφανος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κληματίς)].