πεῖσα: Difference between revisions
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br />(ποιητ. τ. του [[πειθώ]])<br /><b>1.</b> [[υπακοή]], [[ευπείθεια]], [[πειθώ]]<br /><b>2.</b> [[καθησύχαση]], [[καταπράυνση]], [[αταραξία]] («τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσηῃ [[κραδίη]] μένε | |mltxt=ἡ, Α<br />(ποιητ. τ. του [[πειθώ]])<br /><b>1.</b> [[υπακοή]], [[ευπείθεια]], [[πειθώ]]<br /><b>2.</b> [[καθησύχαση]], [[καταπράυνση]], [[αταραξία]] («τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσηῃ [[κραδίη]] μένε τετληυῖα νωμελέως», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ja</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:45, 6 February 2024
English (LSJ)
ης, ἡ, (πείθω) poet. for πειθώ, obedience, τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσῃ κραδίη μένε, i.e. it remained calm, Od.20.23, cf. Plu.2.453d, Hdn.Gr. 1.266.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεῖσα -ης, ἡ, Ion. πείση [πείθω] gehoorzaamheid.
German (Pape)
ἡ, Hom. statt πειθώ, πεῖσις, Überredung, Beschwichtigung; τῷ δ' ἐν πείσῃ κραδίη μένε, Od. 20.23, das Herz blieb in ruhiger Haltung, Fassung, was Einige durch πειθοῖ erkl., Andere, auf πεῖσμα zurückführend (πείσματι καὶ χώρᾳ, Hesych.). für eine Metapher hielten, die von einem durch Taue ruhig liegend erhaltenen Schiffe entlehnt sei; vgl. noch Plut. coh. ira 1, ἔρωτι γὰρ οὐδ' αὐτῷ πολλάκις ἔχοντι κατὰ χώραν ἐν τῇ Ὁμηρικῇ πείσῃ μένοντα τὸν θυμόν.
Russian (Dvoretsky)
πεῖσα: ион. πείση ἡ послушание, покорность (ἐν πείσῃ μένειν Hom.).
English (Autenrieth)
(πείθω): obedience, ‘subjection,’ Od. 20.23†.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ. του πειθώ)
1. υπακοή, ευπείθεια, πειθώ
2. καθησύχαση, καταπράυνση, αταραξία («τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσηῃ κραδίη μένε τετληυῖα νωμελέως», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + επίθημα -ja].
Greek Monotonic
πεῖσα: -ης, ἡ, ποιητ. αντί πειθώ, υπακοή, ἐν πείσῃ κραδίη μένε, δηλ. παρέμεινε ήσυχο, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
πεῖσα: -ης, -ἡ, (πείθω) ποιητ. ἀντὶ πειθώ, ὑπακοή, ἀταραξία, τῷ δὲ μάλ’ ἐν πείσῃ κραδίη μένε, δηλ. ἔμενεν ἥσυχος, Ὀδ. Υ. 23· πρβλ. Πλούτ. 2. 453D, Ἀρκάδ. 97.
Middle Liddell
poet. for πειθώ, obedience, ἐν πείσηι κραδίη μένε, i. e. it remained calm, Od.