τυφλίνος: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / τυφλῑνος, ΝΑ, και [[τυφλίνης]] και [[τύφλην]], Α<br /><b>ζωολ.</b> [[λόγια]] [[ονομασία]] είδους φιδιού που μοιάζει με στιλπνό [[σκουλήκι]], του Typhlops vermicularis, του γένους [[τυφλώψ]], τυπικού [[εκπροσώπου]] της οικογένειας [[τυφλωπίδες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λόγια]] [[ονομασία]] άποδης σαύρας, [[είδος]] σκίγκου, γνωστό και με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[κονάκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἰχθὺς]] Νειλώϊος»·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυφλός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖνος</i> ([[πρβλ]]. [[κορακίνος]], [[κυπρίνος]]), λόγω τών μικρών ματιών του ερπετού].
|mltxt=ο / τυφλῖνος, ΝΑ, και [[τυφλίνης]] και [[τύφλην]], Α<br /><b>ζωολ.</b> [[λόγια]] [[ονομασία]] είδους φιδιού που μοιάζει με στιλπνό [[σκουλήκι]], του Typhlops vermicularis, του γένους [[τυφλώψ]], τυπικού [[εκπροσώπου]] της οικογένειας [[τυφλωπίδες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λόγια]] [[ονομασία]] άποδης σαύρας, [[είδος]] σκίγκου, γνωστό και με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[κονάκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἰχθὺς]] Νειλώϊος»·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυφλός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖνος</i> ([[πρβλ]]. [[κορακίνος]], [[κυπρίνος]]), λόγω τών μικρών ματιών του ερπετού].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Greek Monolingual

ο / τυφλῖνος, ΝΑ, και τυφλίνης και τύφλην, Α
ζωολ. λόγια ονομασία είδους φιδιού που μοιάζει με στιλπνό σκουλήκι, του Typhlops vermicularis, του γένους τυφλώψ, τυπικού εκπροσώπου της οικογένειας τυφλωπίδες
νεοελλ.
λόγια ονομασία άποδης σαύρας, είδος σκίγκου, γνωστό και με την κοινή ονομασία κονάκι
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ἰχθὺς Νειλώϊος»·
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + επίθημα -ῖνος (πρβλ. κορακίνος, κυπρίνος), λόγω τών μικρών ματιών του ερπετού].