приводить в порядок: Difference between revisions
From LSJ
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[καταρτίζω]], [[συγκοσμέω]], [[διορθόω]], [[ἡμερόω]], [[συντίθημι]], [[ἀκέομαι]], [[κατευτρεπίζω]], [[καταστέλλω]], [[διασκευάζω]], [[ἐγκοσμέω]], [[στοιχίζω]], [[ῥυθμίζω]], [[διαθεσμοθετέω]], [[συγκατακοσμέω]], [[εὐτρεπίζω]], [[ἑτοιμάζω]], [[κατακοσμέω]], [[συγκαταλέγω]], [[ἀρτύνω]], [[διακοσμέω]], [[κατασκευάζω]], [[ἐξασκέω]], [[διευκρινέω]], [[εὐθετίζω]], [[διατάσσω]], [[διατάττω]], [[ὀρθόω]], [[τημελέω]], [[καταρτάω]] | |rueltext=[[θεραπεύω]], [[καταρτίζω]], [[συγκοσμέω]], [[διορθόω]], [[ἡμερόω]], [[συντίθημι]], [[ἀκέομαι]], [[κατευτρεπίζω]], [[καταστέλλω]], [[διασκευάζω]], [[ἐγκοσμέω]], [[στοιχίζω]], [[ῥυθμίζω]], [[διαθεσμοθετέω]], [[συγκατακοσμέω]], [[εὐτρεπίζω]], [[ἑτοιμάζω]], [[κατακοσμέω]], [[συγκαταλέγω]], [[ἀρτύνω]], [[διακοσμέω]], [[κατασκευάζω]], [[ἐξασκέω]], [[διευκρινέω]], [[εὐθετίζω]], [[διατάσσω]], [[διατάττω]], [[ὀρθόω]], [[τημελέω]], [[καταρτάω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:33, 13 February 2024
Russian > Greek
θεραπεύω, καταρτίζω, συγκοσμέω, διορθόω, ἡμερόω, συντίθημι, ἀκέομαι, κατευτρεπίζω, καταστέλλω, διασκευάζω, ἐγκοσμέω, στοιχίζω, ῥυθμίζω, διαθεσμοθετέω, συγκατακοσμέω, εὐτρεπίζω, ἑτοιμάζω, κατακοσμέω, συγκαταλέγω, ἀρτύνω, διακοσμέω, κατασκευάζω, ἐξασκέω, διευκρινέω, εὐθετίζω, διατάσσω, διατάττω, ὀρθόω, τημελέω, καταρτάω