πενθητήρ: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=penthitir | |Transliteration C=penthitir | ||
|Beta Code=penqhth/r | |Beta Code=penqhth/r | ||
|Definition=πενθητῆρος, ὁ, ἡ, [[mourner]], A.''Pers.''946(lyr.), ''Th.''1067(anap.):—fem. [[πενθήτρια]], [[she who mourns for]], κακῶν E.''Hipp.''805. | |Definition=πενθητῆρος, ὁ, ἡ, [[mourner]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''946(lyr.), ''Th.''1067(anap.):—fem. [[πενθήτρια]], [[she who mourns for]], κακῶν E.''Hipp.''805. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:40, 17 February 2024
English (LSJ)
πενθητῆρος, ὁ, ἡ, mourner, A.Pers.946(lyr.), Th.1067(anap.):—fem. πενθήτρια, she who mourns for, κακῶν E.Hipp.805.
German (Pape)
[Seite 555] ῆρος, ὁ, der Klagende; Aesch. Spt. 1054; πόλεως γέννας πενθητῆρος, Pers. 947.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ, ἡ)
qui pleure, qui se lamente.
Étymologie: πενθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πενθητήρ -ῆρος, ὁ [πενθέω] rouwer, klager.
Russian (Dvoretsky)
πενθητήρ: ῆρος adj. Aesch. = πενθήρης.
Greek (Liddell-Scott)
πενθητήρ: ῆρος, ὁ, ἡ, ὁ πενθῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 946, Θήβ. 1062· - θηλ. κακῶν πενθήτριᾰ, ἡ θρηνοῦσα ἐπὶ δυστυχήμασι, Εὐρ. Ἱππ. 805.
Greek Monolingual
-ῆρος, ο, θηλ. πενθήτρια, Α
αυτός που πενθεί για κάτι («πάρειμι τῶν σων κακῶν πενθήτρια», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πενθῶ + επίθημα -τήρ / -τρια (πρβλ. θρηνητήρ)].
Greek Monotonic
πενθητήρ: -ῆρος, ὁ, ἡ (πενθέω), αυτός που πενθεί, σε Αισχύλ.· θηλ. κακῶν πενθήτριᾰ, αυτή που θρηνεί για τις συμφορές, σε Ευρ.
Middle Liddell
πενθητήρ, ῆρος, ὁ, ἡ, πενθέω
a mourner, Aesch.:— fem., κακῶν πενθήτριᾰ, she who mourns for evils, Eur.