ἀμετάστατος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ametastatos
|Transliteration C=ametastatos
|Beta Code=a)meta/statos
|Beta Code=a)meta/statos
|Definition=ἀμετάστατον, [[unchangeable]], [[unchanging]], ἴτω ἀ. μέχρι θανάτου [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 361c; of ideas, ib.378e; τὸ ἀυετάστατον [[uniformity]], Plu.2.135b. Adv. [[ἀμεταστάτως]] Procl.''in Ti.''3.22D., etc.
|Definition=ἀμετάστατον, [[unchangeable]], [[unchanging]], ἴτω ἀ. μέχρι θανάτου [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 361c; of ideas, ib.378e; [[τὸ ἀμετάστατον]] = [[uniformity]], Plu.2.135b. Adv. [[ἀμεταστάτως]] = [[stably]], [[solidly]] Procl.''in Ti.''3.22D., etc.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:01, 19 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάστατος Medium diacritics: ἀμετάστατος Low diacritics: αμετάστατος Capitals: ΑΜΕΤΑΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: ametástatos Transliteration B: ametastatos Transliteration C: ametastatos Beta Code: a)meta/statos

English (LSJ)

ἀμετάστατον, unchangeable, unchanging, ἴτω ἀ. μέχρι θανάτου Pl.R. 361c; of ideas, ib.378e; τὸ ἀμετάστατον = uniformity, Plu.2.135b. Adv. ἀμεταστάτως = stably, solidly Procl.in Ti.3.22D., etc.

Spanish (DGE)

-ον
I 1fil. estable, que no cambia, inmutable ἴτω ἀ. μέχρι θανάτου Pl.R.361c, de las ideas ἀμετάστατα φιλεῖ γίγνεσθαι Pl.R.378e, εἱμαρμένη ἀ. καὶ ἀμετάθετος Plu.2.675b, διαφορά Ptol.Iudic.11.17, ἀρετή Asp.in EN 38.33, μόνιμον βέβαιον, στάσιμον, ἀ. Poll.5.169, cf. 6.116, ἡ δ' (sc. μετουσία) ἀμετάστατος ἐνίδρυται ταῖς ψυχαῖς la otra (la participación) está establecida en las almas de manera inmutable Iambl.Myst.1.5, τάξις Procl.in Euc.90.23, ἡ μόνιμος ... καὶ ἀ. καὶ ἀκλινὴς ἰδέα τῆς γῆς Procl.in Ti.2.45.
2 que no puede ser eliminado gram. inamovible (ἄρθρον) κλιθὲν ἀμετάστατόν ἐστι τῆς συντάξεως si se declina (el grupo de artículo + inf.) no es eliminable en la construcción A.D.Synt.34.8.
3 subst. τὸ ἀ. uniformidad τὸ ἀ. τοῦτο ... ἐν τροφαῖς καὶ ἀποχαῖς Plu.2.135b.
II adv. -ως inmutable, estable, firmemente Procl.in Ti.3.21.10, 22.15.

German (Pape)

[Seite 122] nicht umgestellt, Plat. Rep. II, 361e nicht wegzubringen, 378 e mit δυσέκνιπτος vrbdn; Plut. neben ἀμετάθετος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on ne peut déplacer, stable ; τὸ ἀμετάστατον la stabilité, l'uniformité.
Étymologie: , μεθίστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀμετάστᾰτος: незыблемый, неизменный, постоянный (μέχρι θανάτου Plat.; εἱμαρμένη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάστατος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μεταστήσῃ, νὰ μετακινήσῃ εἰς ἄλλο μέρος, ἀμετάβλητος, ὡς τὸ ἀμετάθετος, Πλάτ. Πολ. 361C: τὸ ἀμετάστατον = τὸ ὁμοιόμορφον, Πλούτ. 2. 135Β. - Ἐπίρρ. -τως, Κλήμ. Ἀλ. 858, κτλ. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐκβάλῃ ἐκ τοῦ μέσου, νὰ ἐξαφανίσῃ, Πλάτ. Πολ. 378Ε.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμετάστατος, -ον) μεθίστημι
αυτός που δεν μετατέθηκε ή δεν είναι δυνατό να μετατεθεί, αμετάθετος, αναλλοίωτος, αμετάβλητος
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον εξαλείψει, να τον εξαφανίσει
2. το ουδ. ως ουσ. το ἀμετάστατον
συμμόρφωση προς κάποιο πρότυπο, κανονικότητα, σταθερότητα, ομοιομορφία.

Greek Monotonic

ἀμετάστᾰτος: -ον (μεθίστημι),
1. αυτός που δεν μετακινείται, ακίνητος, στάσιμος, αμετάβλητος, σε Πλάτ.
2. αυτός που δεν γίνεται να εξαφανισθεί ή να εξαλειφθεί, στον ίδ.

Middle Liddell

μεθίστημι
1. not to be transposed, unchangeable, unchanging, Plat.
2. not to be got rid of or put away, Plat.

English (Woodhouse)

unchanging

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)