inmutable: Difference between revisions
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἔμπεδος]], [[αὐθάδης]], [[ἀτάρακτος]], [[ἀμετάστατος]], [[ἀπαράλλακτος]], [[ἀμετάβλητος]], [[ἀμετακίνητος]], [[ἄτροπος]], [[ἄφθιτος]], [[ἀμετάβατος]], [[ἀμετάβαλος]], [[ἀμετάφορος]], [[ἀνάλλακτος]], [[ἀπερίτρεπτος]], [[ἀμετάγνωστος]], [[ἀνεξάλλακτος]], [[ἄτρεπτος]], [[ἀμετάτρεπτος]], [[ἀμετάτροπος]], [[ἀμετάβολος]], [[ἀνέγκλιτος]], [[ἀνετεροίωτος]], [[ἀμετάθετος]], [[ἄρρευστος]], [[ἀκίνητος]], [[ἀναλλοίωτος]], [[δυσμετάθετος]], [[ἀπαρέγκλιτος]], [[ἄκλιτος]], [[ἀμεταποίητος]] | |sltx=[[ἔμπεδος]], [[αὐθάδης]], [[ἀτάρακτος]], [[ἀμετάστατος]], [[ἀμεταστάτως]], [[ἀπαράλλακτος]], [[ἀμετάβλητος]], [[ἀμετακίνητος]], [[ἄτροπος]], [[ἄφθιτος]], [[ἀμετάβατος]], [[ἀμετάβαλος]], [[ἀμετάφορος]], [[ἀνάλλακτος]], [[ἀπερίτρεπτος]], [[ἀμετάγνωστος]], [[ἀνεξάλλακτος]], [[ἄτρεπτος]], [[ἀμετάτρεπτος]], [[ἀμετάτροπος]], [[ἀμετάβολος]], [[ἀνέγκλιτος]], [[ἀνετεροίωτος]], [[ἀμετάθετος]], [[ἄρρευστος]], [[ἀκίνητος]], [[ἀναλλοίωτος]], [[δυσμετάθετος]], [[ἀπαρέγκλιτος]], [[ἄκλιτος]], [[ἀμεταποίητος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:02, 19 February 2024
Spanish > Greek
ἔμπεδος, αὐθάδης, ἀτάρακτος, ἀμετάστατος, ἀμεταστάτως, ἀπαράλλακτος, ἀμετάβλητος, ἀμετακίνητος, ἄτροπος, ἄφθιτος, ἀμετάβατος, ἀμετάβαλος, ἀμετάφορος, ἀνάλλακτος, ἀπερίτρεπτος, ἀμετάγνωστος, ἀνεξάλλακτος, ἄτρεπτος, ἀμετάτρεπτος, ἀμετάτροπος, ἀμετάβολος, ἀνέγκλιτος, ἀνετεροίωτος, ἀμετάθετος, ἄρρευστος, ἀκίνητος, ἀναλλοίωτος, δυσμετάθετος, ἀπαρέγκλιτος, ἄκλιτος, ἀμεταποίητος