μετωπίς: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μετωπίς]], - | |mltxt=[[μετωπίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ιατρικός]] [[ἐπίδεσμος]]» του μετώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετωπ</i>-<i>ίδ</i>-<i>ς</i> <span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιδ</i>- ([[πρβλ]]. [[γλωττίς]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, head-bandage, Hsch.
German (Pape)
[Seite 164] ίδος, ἡ, Stirnband, nach Hesych. ἰατρικὸν ἐπίδεσμον.
Greek (Liddell-Scott)
μετωπίς: -ίδος, ἡ, «ἰατρικὸς ἐπίδεσμος» (δηλ. τοῦ μετώπου) Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μετωπίς, -ίδος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ιατρικός ἐπίδεσμος» του μετώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετωπ-ίδ-ς < μέτωπον + επίθημα -ιδ- (πρβλ. γλωττίς)].