κερουχίς: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κερουχίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κερούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κερ</i>-<i>ούχος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, [[πρβλ]]. <i>εν</i>-<i>υδρ</i>-<i>ίς</i>, <i>εχιν</i>-<i>ίς</i>].
|mltxt=[[κερουχίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κερούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κερ</i>-<i>ούχος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, [[πρβλ]]. <i>εν</i>-<i>υδρ</i>-<i>ίς</i>, <i>εχιν</i>-<i>ίς</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κερουχίς:''' -[[ίδος]], θηλ. του επόμ., σε Θεόκρ.
|lsmtext='''κερουχίς:''' -ίδος, θηλ. του επόμ., σε Θεόκρ.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 14:11, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερουχίς Medium diacritics: κερουχίς Low diacritics: κερουχίς Capitals: ΚΕΡΟΥΧΙΣ
Transliteration A: kerouchís Transliteration B: kerouchis Transliteration C: kerouchis Beta Code: kerouxi/s

English (LSJ)

-ίδος, pecul. fem. of κεροῦχος, αἶγες Theoc.5.145 (κερουλίδες, αἱ οὖλα κέρατα ἔχουσαι, κερουλκίδες, αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι vv.ll. ap. Sch.).

German (Pape)

[Seite 1425] ίδος, ἡ, fem. zum Folgdn, gehörnt, αἶγες, Theocr. 5, 145, wo die Schol. die v.l. κερουλκίς od. κερουλίς, mit krausen, gewundenen Hörnern, erwähnen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερουχίς -ίδος [κεροῦχος: gehoornd] adj. f., gehoornd.

Russian (Dvoretsky)

κερουχίς: ίδος adj. f рогатая (αἶγες Theocr.).

Greek Monolingual

κερουχίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. κερούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερ-ούχος + κατάλ. -ίς, πρβλ. εν-υδρ-ίς, εχιν-ίς].

Greek Monotonic

κερουχίς: -ίδος, θηλ. του επόμ., σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

κερουχίς: -ίδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ἑπομ., αἶγες Θεόκρ. 5. 145, ἔνθα ὁ Σχολ. μνημονεύει δύο ἑτέρας γραφάς, «ἢ κερουλίδες, αἱ οὖλαι κέρατα ἔχουσαι· ἢ κερουλκίδες, αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι».

Middle Liddell

κερουχίς, ίδος [fem. of κεροῦχος, Theocr.]