καταιγίδα: Difference between revisions

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
(19)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[καταιγίς]], -[[ίδος]])<br />ραγδαία [[βροχή]] με σφοδρό άνεμο, αστραπές και κεραυνούς, [[θύελλα]]<br /><b>μσν.</b><br />(για τις ορέξεις και τα [[πάθη]]) [[ορμή]], [[σφοδρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικός [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>-[[αιγίζω]]].
|mltxt=η (AM [[καταιγίς]], -ίδος)<br />ραγδαία [[βροχή]] με σφοδρό άνεμο, αστραπές και κεραυνούς, [[θύελλα]]<br /><b>μσν.</b><br />(για τις ορέξεις και τα [[πάθη]]) [[ορμή]], [[σφοδρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικός [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>-[[αιγίζω]]].
}}
}}

Revision as of 14:12, 1 March 2024

Greek Monolingual

η (AM καταιγίς, -ίδος)
ραγδαία βροχή με σφοδρό άνεμο, αστραπές και κεραυνούς, θύελλα
μσν.
(για τις ορέξεις και τα πάθη) ορμή, σφοδρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < κατ-αιγίζω].