σχοινίς: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> το [[σχοινί]]<br /><b>2.</b> [[τοιχογραφία]] με [[παράσταση]] σχοίνων<br /><b>3.</b> αργυρό [[ποτήρι]] με [[σχήμα]] καλαθιού από σχοίνους<br /><b>4.</b> σχοινῄς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[σχινίς]])].<br /> <b>(II)</b><br />-[[ίδος]], ἡ, Α<br />(ποιητ. μτγν. τ. θηλ.) <b>βλ.</b> [[σχοίνινος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ίδος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> το [[σχοινί]]<br /><b>2.</b> [[τοιχογραφία]] με [[παράσταση]] σχοίνων<br /><b>3.</b> αργυρό [[ποτήρι]] με [[σχήμα]] καλαθιού από σχοίνους<br /><b>4.</b> σχοινῄς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[σχινίς]])].<br /> <b>(II)</b><br />-ίδος, ἡ, Α<br />(ποιητ. μτγν. τ. θηλ.) <b>βλ.</b> [[σχοίνινος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:15, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινίς Medium diacritics: σχοινίς Low diacritics: σχοινίς Capitals: ΣΧΟΙΝΙΣ
Transliteration A: schoinís Transliteration B: schoinis Transliteration C: schoinis Beta Code: sxoini/s

English (LSJ)

(Α), -ῖδος, ἡ,
A = σχοινίον, rope, cord, Theoc.23.51.
2 wall-decoration in form of a rope, Supp.Epigr.4.453.17 (Didyma, ii B.C.); similar decoration of a silver cup, OGI214.55 (ibid., iii B.C.).
II v.l. for Σχοινῄς (q.v.), Lyc.832.

(B), ίδος [ῐ], poet. fem. of σχοίνινος, σχοινίδι κύρτῃ Nic.Al.625.

German (Pape)

[Seite 1057] ίδος, ἡ, bes. poet. fem. zu σχοίνινος, von Binsen gemacht, Nic. Al. 546. ῖδος, ἡ, 1) ein aus Binsen geflochtenes Gefäß, Geräth, Durchschlag, Sieb u. dgl., auch ein Seil, Theocr. 23, 51. – 2) die Frucht des σχοῖνος, Theophr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχοινίς -ῖδος, ἡ [σχοῖνος] touw, koord. Theocr. Id. 23.51.

Russian (Dvoretsky)

σχοινίς: ῖδος ἡ веревка Theocr.

Greek Monolingual

(I)
-ίδος, ἡ, Α
1. το σχοινί
2. τοιχογραφία με παράσταση σχοίνων
3. αργυρό ποτήρι με σχήμα καλαθιού από σχοίνους
4. σχοινῄς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. σχινίς)].
(II)
-ίδος, ἡ, Α
(ποιητ. μτγν. τ. θηλ.) βλ. σχοίνινος.

Greek Monotonic

σχοινίς: -ῖδος, ἡ, = σχοινίον, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινίς: -ίδος, ἡ, = σχοινίον, Θεόκρ. 23. 51. 2) ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2852, 55, περὶ ἀργυροῦ τινος ποτηρίου λέγεται, σχοινίδα ἔχειν, ὅπερ ἴσως σημαίνει ὅτι ἦτο κατασκευασμένον κατ’ ἀπομίμησιν καλαθίου ἐκ σχοίνων, ἴδε Böckh. II. ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης, Λυκόφρ. 832, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.

Middle Liddell

σχοινίς, ῖδος, = σχοινίον, Theocr.]