παρεκπροφεύγω: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[flee]] [[forth]] from, [[elude]], ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα (epic 3rd sg. aor2 subj.), Il. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:17, 3 March 2024
English (LSJ)
flee forth from, elude one's grasp, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα Il.23.314.
German (Pape)
[Seite 513] (s. φεύγω), entfliehen, entgehen, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα, Il. 23, 314, von Kampfpreisen, die dem, der überwunden wird, entgehen.
French (Bailly abrégé)
ao.2 sbj. 3ᵉ sg. épq. παρεκπροφύγῃσιν;
fuir en passant à côté ou au delà de, acc..
Étymologie: παρά, ἐκπροφεύγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-εκπροφεύγω ontgaan: met acc.: ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα opdat de prijzen je niet door de vingers glippen Il. 23.314.
Russian (Dvoretsky)
παρεκπροφεύγω: убегать, ускользать (ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα Hom.).
English (Autenrieth)
aor. subj. -φύγῃσιν: fig., elude the grasp, Il. 23.314†.
Greek Monolingual
Α
ξεφεύγω από κάποιον, από τα χέρια κάποιου, διαφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐκπροφεύγω «φεύγω μακριά από κάποιον, ξεφεύγω»].
Greek Monotonic
παρεκπροφεύγω: φεύγω μπροστά από, ξεφεύγω, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα (γʹ ενικ. υποτ. Επικ. αόρ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκπροφεύγω: ἐκφεύγω τινά, ἐκφεύγω τῶν χειρῶν τινος, ἵνα μή σε παρεκπροφύγησιν ἄεθλα Ἰλ. Ψ. 314.
Middle Liddell
to flee forth from, elude, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα (epic 3rd sg. aor2 subj.), Il.