δεδοκημένος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />irreg. partic. of [[δέχομαι]] (Ionic [[δέχομαι]]), in act. [[sense]], [[waiting]], [[lying]] in [[wait]], Il., Hes.;—not to be [[confounded]] with Attic [[δεδόκημαι]] from [[δοκέω]].
|mdlsjtxt=irreg. partic. of [[δέχομαι]] (Ionic [[δέχομαι]]), in act. [[sense]], [[waiting]], [[lying]] in [[wait]], Il., Hes.;—not to be [[confounded]] with Attic [[δεδόκημαι]] from [[δοκέω]].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεδοκημένος Medium diacritics: δεδοκημένος Low diacritics: δεδοκημένος Capitals: ΔΕΔΟΚΗΜΕΝΟΣ
Transliteration A: dedokēménos Transliteration B: dedokēmenos Transliteration C: dedokimenos Beta Code: dedokhme/nos

English (LSJ)

irreg. part. pf. of δέχομαι (Ion. δέκομαι), in act. sense, waiting, watching, Il.15.730, Hes.Sc.214, A.R.4.900; δ. ἥντινα ῥέξει μῆτιν waiting, to see.., ib.1660: c. acc., observing, φάσιας Nic.Th. 122; watching, Nonn. D. 30.88, al.: c. gen., ἤματος Arat.559.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo ép.]
part. perf. irreg. de δέκομαι, δέχομαι acechando, aguardando abs. ὅ γ' ἑστήκει δ. Il.15.730, ἐπ' ἀκτῆς ἧστο ἀνὴρ ἁλιεὺς δ. Hes.Sc.214, cf. A.R.4.900, c. gen. ἤματος Arat.559
c. ac. esperando a ver δεδοκημένοι ἥν τινα ῥέξει μῆτιν ἀνωίστως A.R.4.1660, Πληιάδων φάσιας δ. Nic.Th.122, ἔλαφον Opp.H.1.238, cf. 672, Nonn.D.30.88.

German (Pape)

[Seite 534] s. δέχομαι.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui attend, qui s'attend à.
Étymologie: part. de δεδόκημαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεδοκημένος ptc. perf. med.-pass. van δοκέω.

English (Autenrieth)

see δοκάω.

Greek Monolingual

-η, -ον
βλ. δέχομαι.

Greek Monotonic

δεδοκημένος: ανωμ. μτχ. του δέχομαι (Ιων. δέκομαι), με Ενεργ. σημασία, αυτός που αναμένει, περιμένει σε ενέδρα, αυτός που υποδέχεται, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· δεν πρέπει να συγχέεται με το Αττ. δεδόκημαι από το δοκέω.

Greek (Liddell-Scott)

δεδοκημένος: ἀνώμαλ. μετοχ. πρκμ. τοῦ δέχομαι (Ἰων. δέκομαι) μετ᾿ ἐνεργ. σημασ.= ἀναμένων, περιμένων ἐν ἐνέδρᾳ,Ἰλ. Ο.730, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 214· -δὲν πρέπει νὰ συγχέηται μετὰ τοῦ Ἀττ. δεδόκημαι ἐκ τοῦ δοκέω.

Middle Liddell

irreg. partic. of δέχομαι (Ionic δέχομαι), in act. sense, waiting, lying in wait, Il., Hes.;—not to be confounded with Attic δεδόκημαι from δοκέω.