τετανόθριξ: Difference between revisions
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
m (Text replacement - " Euthyphr." to " ''Euthyphr.''") |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=with [[long]] [[straight]] [[hair]], Plat. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:21, 3 March 2024
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. τριχος, with long straight hair, Pl.Euthphr. 2b, S.E.M.5.95; = prolixus, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1096] τριχος, ὁ, ἡ, mit langem od. glattem, schlichtem Haare; Plat. Euthyphr. 2 b; Gegensatz von οὐλόκομος, S. Emp. adv. math. 7, 267.
French (Bailly abrégé)
ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux longs et plats.
Étymologie: τετανός, θρίξ.
Russian (Dvoretsky)
τετᾰνόθριξ: τρῐχος adj. с длинными и прямыми волосами Plat., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
τετᾰνόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ τεταμένας τρίχας, ἀντίθετον τῷ οὐλόθριξ, Πλάτ. Εὐθύφρων 2Β, Σέξτ. Ἑμπ. π. Μ. 5. 95.
Greek Monolingual
-τριχος, ό, ἡ, Α
αυτός που έχει μακριά και ίσια μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέτανος + θρίξ, τριχός (πρβλ. χρυσόθριξ)].
Greek Monotonic
τετᾰνόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει μακριά ίσια μαλλιά, σε Πλάτ.