τιθηνέω: Difference between revisions
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[τιθηνῶ]] :<br />allaiter ; nourrir, prendre soin de;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[τιθηνέομαι]], [[τιθηνοῦμαι]];<br /><b>1</b> [[allaiter]] ; ἡ τιθηνουμένη LUC la nourrice;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> nourrir, élever ; entourer de soins, soigner, cultiver.<br />'''Étymologie:''' [[τιθήνη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 16 March 2024
English (LSJ)
A take care of, tend, nurse, LXX Si.30.9, BGU 859.4 (ii A.D.), Orph.H.63.15:—Pass., Hp.Art.60.
II elsewhere in Med. (aor. ἐτιθήνατο, as if fr. τιθαίνομαι, Luc.Trag.94), nurse, suckle, Thgn.1231, Men.Sam.32; tend as nurse, παῖδα νεογνόν h.Cer. 142, cf. X.Cyr.8.5.19.
2 tend, foster, οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη θνατοῖσιν S.OC1050 (lyr.), cf. Simon.148,172.
German (Pape)
[Seite 1113] warten, pflegen, eigtl. von der Amme od. Wärterinn, gew. im med., τιθηνοίμην H. h. Cer. 142; ἡ τιθηνουμένη, Amme, Luc. Zeux. 4; Plut. Pyrrh. 2; – übh. wie θεραπεύω, bedienen, warten, hegen, οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη θνατοῖσιν, Soph. O. C. 1054; sp. D.; vgl. Schäf. melet. p. 82; Xen. Cyr. 8, 5, 19 ἠν σὺ πολλάκις παῖς ὥν ἐτιθηνήσω, schmeicheln.
Greek (Liddell-Scott)
τῐθηνέω: περιποιοῦμαι, περιθάλπω, τρέφω ὡς τροφός, «τιθηνεῖ· τρέφει» (Ἡσύχ.), ζῴων πάντων, ὁπόσα ἐν κόλποισι τιθηνεῖ γαῖα θεὰ μήτηρ καὶ πόντιος εἰνάλιος Ζεὺς Ὀρφ. Ὕμν. 62. 15. - Παθ., Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 826. ΙΙ. ἀλλαχοῦ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ (ἴδε Schäf. Mel. σελ. 82), τρέφω ὡς τροφός, θηλάζω, παῖδα νεογνὸν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 142, πρβλ. Θέογν. 1231, Σιμωνίδ. 150, 173· περιποιοῦμαι ὡς τροφός, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 19. 2) διατηρῶ, διατρέφω, οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη θνατοῖσιν Σοφ. Ο. Κ. 1050· - ὁ ἀόρ. ἐτιθήνατο, ὥσπερ ἐξ ἐνεστ. τιθαίνομαι, ἀπαντᾷ ἐν Λουκιανοῦ Τραγῳδοποδάγρᾳ 94.
French (Bailly abrégé)
τιθηνῶ :
allaiter ; nourrir, prendre soin de;
Moy. τιθηνέομαι, τιθηνοῦμαι;
1 allaiter ; ἡ τιθηνουμένη LUC la nourrice;
2 p. ext. nourrir, élever ; entourer de soins, soigner, cultiver.
Étymologie: τιθήνη.